ἑλκτικός: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαια δράσας συμμάχους ἕξεις θεούς → Opem tibi deus, iusta si egeris, feret → Gerechtes Handeln schenkt der Götter Beistand dir

Menander, Monostichoi, 126
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui a la propriété de tirer, d’attirer.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλκω]].
|btext=ή, όν :<br />qui a la propriété de tirer, d’attirer.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑλκτικός:''' [[тянущий]], [[влекущий]] (πρός τι Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑλκτικός:''' -ή, -όν ([[ἕλκω]]), αυτός που έλκει, που τραβά, [[ελκυστικός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἑλκτικός:''' -ή, -όν ([[ἕλκω]]), αυτός που έλκει, που τραβά, [[ελκυστικός]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑλκτικός:''' [[тянущий]], [[влекущий]] (πρός τι Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἑλκτικός]], ή, όν [[ἕλκω]]<br />fit for [[drawing]], [[attractive]], Plat.
|mdlsjtxt=[[ἑλκτικός]], ή, όν [[ἕλκω]]<br />fit for [[drawing]], [[attractive]], Plat.
}}
}}

Revision as of 20:08, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλκτικός Medium diacritics: ἑλκτικός Low diacritics: ελκτικός Capitals: ΕΛΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: helktikós Transliteration B: helktikos Transliteration C: elktikos Beta Code: e(lktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, fit for drawing, attractive, πρός τι ib.523a, cf. Thphr.CP3.17.3 (Comp.), Ael.NA 17.6.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
capaz de arrastrar o atraer sent. fís. τὸ σπλάγχνον ... ἑλκτικόν ref. al corazón, Hp.Cord.8, cf. Steph.in Hp.Progn.170.21, τοῦ θρεπτικοῦ φυσικαὶ δυνάμεις εἰσὶ τέσσαρες, ἑλκτικὴ καθεκτικὴ ἀλλοιωτικὴ ἀποκριτική Nemes.Nat.Hom.23, cf. Phlp.Aet.319.3, c. gen. δύναμις ... ἑλκτικὴ τῶν οἰκείων Gal.4.534, ἑλκτικὴ τῆς ἐν τῷ βάθει νοτίδος ... ἐστιν ἡ συκῆ Gr.Nyss.Hom.in Cant.154.20
sent. intelectual capaz de atraer hacia gener. c. πρός y ac. μάθημα ... ἑ. ... πρὸς οὐσίαν Pl.R.523a, ἑλκτικαῖς ἡδονῶν περιαγωγαῖς πρὸς ἀκρασίαν Meth.Res.2.1, πρὸς ἡδονὰς ὢν ἑ. (νόμος) Meth.Res.2.6, ἐπαοιδαὶ ... ἑλκτικαί Ael.NA 17.6.

German (Pape)

[Seite 799] zum Ziehen gehörig, hinziehend; πρὸς οὐσίαν ἑλκ. (μάθημα) Plat. Rep. VII, 523 a; Sp., wie Ael. H. A. 17, 6, ἐπαοιδαί.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a la propriété de tirer, d’attirer.
Étymologie: ἕλκω.

Russian (Dvoretsky)

ἑλκτικός: тянущий, влекущий (πρός τι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκτικός: -ή, -όν, κατάλληλος ὅπως ἑλκύσῃ, ἑλκυστικός, Πλάτ. Πολ. 523Α, Αἰλ. π. Ζ. 17. 6.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἑλκτικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έλξη, που έχει τη δύναμη να έλκει.

Greek Monotonic

ἑλκτικός: -ή, -όν (ἕλκω), αυτός που έλκει, που τραβά, ελκυστικός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἑλκτικός, ή, όν ἕλκω
fit for drawing, attractive, Plat.