ἐχιδναῖος: Difference between revisions
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />de vipère.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχιδνα]]. | |btext=α, ον :<br />de vipère.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχιδνα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐχιδναῖος:''' [[змеиный]] ([[χόλος]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐχιδναῖος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει ή είναι όμοιος με την [[οχιά]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐχιδναῖος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει ή είναι όμοιος με την [[οχιά]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐχιδναῖος]], η, ον<br />of or like a [[viper]], Anth. | |mdlsjtxt=[[ἐχιδναῖος]], η, ον<br />of or like a [[viper]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:15, 3 October 2022
English (LSJ)
α, ον, A of or like a viper, χόλος AP7.71 (Gaet.). 2 snaky, κόρυμβος Nonn.D.14.216. II pr. Adj. Ἐχιδναῖος, Ἐχιδναῖα, Ἐχιδναῖον, born of Echidna, δάκετον Call.Fr.161.
German (Pape)
[Seite 1126] von der Natter, zu der Natter gehörig, χόλος Gaetul. 6 (VII, 71); κόρυμβος Nonn. D. 14, 216 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de vipère.
Étymologie: ἔχιδνα.
Russian (Dvoretsky)
ἐχιδναῖος: змеиный (χόλος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐχιδναῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς ἔχιδναν ἢ ὅμοιος ἐχίδνῃ, Καλλ. Ἀποσπ. 161, Ἀνθ. Π. 7. 71.
Greek Monolingual
ἐχιδναῖος, -α, -ον (Α) έχιδνα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έχιδνα
2. μτφ. αυτός που δηλητηριάζει όπως η έχιδνα («Μοῦσαν ἐχιδναίῳ... ἔβαψε χόλῳ», Ανθ. Παλ.)
3. αυτός που μοιάζει με φίδι («ἐχιδναῖοισι κορύμβοις», Νόνν.)
4. ο γεννημένος από την Έχιδνα, χθόνιο τέρας τών αρχαίων, Νόνν.).
Greek Monotonic
ἐχιδναῖος: -α, -ον, αυτός που ανήκει ή είναι όμοιος με την οχιά, σε Ανθ.