ἠμελημένως: Difference between revisions

From LSJ

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec négligence.<br />'''Étymologie:''' part. <i>pf. Pass. de</i> [[ἀμελέω]].
|btext=<i>adv.</i><br />avec négligence.<br />'''Étymologie:''' part. <i>pf. Pass. de</i> [[ἀμελέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἠμελημένως:''' [[небрежно]], [[неаккуратно]] Xen., Isocr.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠμελημένως:''' επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του [[ἀμελέω]], αμελώς, αφρόντιστα, μη επιμελημένα, απρόσεκτα· [[ἠμελημένως]] ἔχειν, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἠμελημένως:''' επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του [[ἀμελέω]], αμελώς, αφρόντιστα, μη επιμελημένα, απρόσεκτα· [[ἠμελημένως]] ἔχειν, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠμελημένως:''' [[небрежно]], [[неаккуратно]] Xen., Isocr.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[adverb [[part]]. perf. [[pass]]. of [[ἀμελέω]],]<br />[[carelessly]]; ἠμ. ἔχειν Xen.
|mdlsjtxt=[adverb [[part]]. perf. [[pass]]. of [[ἀμελέω]],]<br />[[carelessly]]; ἠμ. ἔχειν Xen.
}}
}}

Revision as of 20:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠμελημένως Medium diacritics: ἠμελημένως Low diacritics: ημελημένως Capitals: ΗΜΕΛΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: ēmelēménōs Transliteration B: ēmelēmenōs Transliteration C: imelimenos Beta Code: h)melhme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of ἀμελέω, in a state of neglect, διάγειν Isoc.Ep.8.10; ἠ. ἔχειν X.Mem.3.11.4; ἐς προῦπτον κίνδυνον ἐκπέμπεσθαι Arr.Ind.20.3; with studied neglect, ἑαυτὴν ἠ. πως κοσμήσασα D.C.51.12; carelessly, Max.Tyr.28.5.

German (Pape)

[Seite 1164] adv. zum partic. perf. pass. von ἀμελέω, sorglos, nachlässig, Sp.; – vernachlässigt, ἠμ. ἔχειν Xen. Hem. 3, 11, 4.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec négligence.
Étymologie: part. pf. Pass. de ἀμελέω.

Russian (Dvoretsky)

ἠμελημένως: небрежно, неаккуратно Xen., Isocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἠμελημένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἀμελέω, ἀμελῶς, ἀφροντίστως, Ἰσοκρ. Ἐπ. 426C· ἠμ. ἔχειν Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 4.

Greek Monolingual

ἠμελημένως (Α)
επίρρ. με αμέλεια, χωρίς φροντίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. ημελημένος του αμελούμαι].

Greek Monotonic

ἠμελημένως: επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του ἀμελέω, αμελώς, αφρόντιστα, μη επιμελημένα, απρόσεκτα· ἠμελημένως ἔχειν, σε Ξεν.

Middle Liddell

[adverb part. perf. pass. of ἀμελέω,]
carelessly; ἠμ. ἔχειν Xen.