ἰλλός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />louche (<i>propr.</i> qui tourne les yeux).<br />'''Étymologie:''' [[ἴλλω]]. | |btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />louche (<i>propr.</i> qui tourne les yeux).<br />'''Étymologie:''' [[ἴλλω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰλλός:''' ὁ косоглазый: ἰ. [[γεγένημαι]] προσδοκῶν ὁ δ᾽ [[οὐδέπω]] Arph. ожидая (Эврипида), я проглядел все глаза (досл. чуть глаз не скосил), а его все нет. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰλλός]], ὁ (Α)<br />ο [[αλλήθωρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴλλω]] «[[στρέφω]], [[γυρίζω]]» — μαρτυρείται και θηλ. [[ἰλλίς]] σε [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[ἰλλίς]]<br /><i>στρεβλή</i>, <i>διεστραμμένη</i>. Η λ. [[ἰλλός]] έχει συγκριτικό βαθμό <i>ἰλλότερος</i>, ενώ από αυτήν σχηματίστηκαν κύρια ον.: <i>Ἰλλεύς</i>, <i>Fίλλων</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιλλαίνω]], [[ιλλίζω]], [[ιλλώδης]], [[ιλλώπτω]]].<br />[[ἴλλος]], ο (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> [[οφθαλμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το επίθ. [[ἰλλός]] «[[αλλήθωρος]]»]. | |mltxt=[[ἰλλός]], ὁ (Α)<br />ο [[αλλήθωρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴλλω]] «[[στρέφω]], [[γυρίζω]]» — μαρτυρείται και θηλ. [[ἰλλίς]] σε [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[ἰλλίς]]<br /><i>στρεβλή</i>, <i>διεστραμμένη</i>. Η λ. [[ἰλλός]] έχει συγκριτικό βαθμό <i>ἰλλότερος</i>, ενώ από αυτήν σχηματίστηκαν κύρια ον.: <i>Ἰλλεύς</i>, <i>Fίλλων</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιλλαίνω]], [[ιλλίζω]], [[ιλλώδης]], [[ιλλώπτω]]].<br />[[ἴλλος]], ο (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> [[οφθαλμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το επίθ. [[ἰλλός]] «[[αλλήθωρος]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 20:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, (ἴλλω) squinting (acc. to Moer., Att. for στραβός) , ἰ. γεγενῆσθαι to get a squint, Ar.Th.846: Comp. ἰλλότερος Sophr.158, cf. Gal.17(1).680.
German (Pape)
[Seite 1251] ὁ, der die Augen verdreht, schielt; ἰλλὸς γεγένημαι προσδοκῶν Ar. Thesm. 846, wie wir sagen "ich habe mich fast blind gesehen"; nach Moeris att. für das hellenistische στραβός. Schol. Ar. führt aus Sophron auch ἰλλότερος an.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
louche (propr. qui tourne les yeux).
Étymologie: ἴλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἰλλός: ὁ косоглазый: ἰ. γεγένημαι προσδοκῶν ὁ δ᾽ οὐδέπω Arph. ожидая (Эврипида), я проглядел все глаза (досл. чуть глаз не скосил), а его все нет.
Greek (Liddell-Scott)
ἰλλός: ὁ, (ἴλλω) ἀλλοίθωρος (κατὰ τὸν Μοῖρ. «ἰλλόν, Ἀττικῶς. στραβόν, Ἑλληνικῶς), ἰλλὸς γεγένημαι προσδοκῶν, «ἀπὸ τὸ κύττα, κύττα νὰ τὸν περιμένω στράβωσαν τὰ «μάτια μου», Ἀριστοφ. Θεσμ. 846. - Συγκρ. ἰλλότερος, ἰλλοτέρα τᾶν κορωνᾶν Σώφρων παρὰ τῷ Σχολιαστῇ εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 846.
Greek Monolingual
ἰλλός, ὁ (Α)
ο αλλήθωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλλω «στρέφω, γυρίζω» — μαρτυρείται και θηλ. ἰλλίς σε γλώσσα του Ησύχ. ἰλλίς
στρεβλή, διεστραμμένη. Η λ. ἰλλός έχει συγκριτικό βαθμό ἰλλότερος, ενώ από αυτήν σχηματίστηκαν κύρια ον.: Ἰλλεύς, Fίλλων.
ΠΑΡ. αρχ. ιλλαίνω, ιλλίζω, ιλλώδης, ιλλώπτω].
ἴλλος, ο (Α)
ιων. τ. οφθαλμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. ἰλλός «αλλήθωρος»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: squinting (Ar., Sophr.), f. ἰλλίς στρεβλή, διεστραμμένη H. Note ἰλλός = ὀφθαλμός Poll. 2, 54.
Derivatives: ἰλλώδης id. and ἰλλαίνω (Hp.), ἰλλώπτω (Com., cf. Debrunner IF 21, 211f.), ἰλλίζω (Suid.) squint, look askance, also ἴλλωσις squinting (Hp.) as from *ἰλλόω. PN Ίλλεύς (Boßhardt Die Nom. auf -ευς 132).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [1140] *uel- turn, wind or PG [Pre-Greek]
Etymology: From ἴλλω turn, wind, s. 2. εἰλέω?
Frisk Etymology German
ἰλλός: {illós}
Forms: f. ἰλλίς· στρεβλή, διεστραμμένη H.
Meaning: schielend (Ar., Sophr. u. a.),
Derivative: Davon ἰλλώδης ib. und ἰλλαίνω (Hp.), ἰλλώπτω (Kom., vgl. Debrunner IF 21, 211f.), ἰλλίζω (Suid.) schielen, einen schief ansehen, außerdem ἴλλωσις das Schielen (Hp.) wie von *ἰλλόω. PN Ἰλλεύς (Boßhardt Die Nom. auf -ευς 132).
Etymology : Von ἴλλω drehen, winden, s. 2. εἰλέω.
Page 1,723