ὀστεώδης: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />semblable à un os.<br />'''Étymologie:''' [[ὀστέον]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />semblable à un os.<br />'''Étymologie:''' [[ὀστέον]], -ωδης.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀστεώδης:''' [[похожий на кость]] (σκληρὸς καὶ ὀ. Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[οστώδης]], -ες (Α [[ὀστεώδης]] και [[ὀστώδης]], -ῶδες) [[οστέον</i> / <i>οστούν]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[μορφή]] ή τα χαρακτηριστικά του οστού, που μοιάζει με [[οστό]], [[οστεοειδής]]<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] οστά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από οστά, οστέϊνος («οστεώδες [[σύστημα]]» — ο [[σκελετός]])<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κοκαλιάρης]].
|mltxt=και [[οστώδης]], -ες (Α [[ὀστεώδης]] και [[ὀστώδης]], -ῶδες) [[οστέον</i> / <i>οστούν]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[μορφή]] ή τα χαρακτηριστικά του οστού, που μοιάζει με [[οστό]], [[οστεοειδής]]<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] οστά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από οστά, οστέϊνος («οστεώδες [[σύστημα]]» — ο [[σκελετός]])<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κοκαλιάρης]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀστεώδης:''' [[похожий на кость]] (σκληρὸς καὶ ὀ. Plut.).
}}
}}

Revision as of 21:42, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστεώδης Medium diacritics: ὀστεώδης Low diacritics: οστεώδης Capitals: ΟΣΤΕΩΔΗΣ
Transliteration A: osteṓdēs Transliteration B: osteōdēs Transliteration C: osteodis Beta Code: o)stew/dhs

English (LSJ)

ες, bony, Plu.2.916a.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
semblable à un os.
Étymologie: ὀστέον, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

ὀστεώδης: похожий на кость (σκληρὸς καὶ ὀ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀστεώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς ὀστοῦν, πλήρης ὀστῶν, Πλούτ. 2. 916Α.

Greek Monolingual

και οστώδης, -ες (Α ὀστεώδης και ὀστώδης, -ῶδες) [[οστέον / οστούν]]
1. αυτός που έχει τη μορφή ή τα χαρακτηριστικά του οστού, που μοιάζει με οστό, οστεοειδής
2. γεμάτος οστά
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από οστά, οστέϊνος («οστεώδες σύστημα» — ο σκελετός)
2. μτφ. (για πρόσ.) κοκαλιάρης.