ὀρειάς: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />de montagne ; [[αἱ]] Ὀρειάδες, les Oréiades, <i>nymphes des montagnes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]].
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />de montagne ; [[αἱ]] Ὀρειάδες, les Oréiades, <i>nymphes des montagnes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρειάς:''' άδος adj. f горная ([[πέτρα]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρειάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[ὄρος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτή που προέρχεται από ή ανήκει στα βουνά, [[πέτρα]] [[ὀρειάς]], [[απόκρημνος]] [[βράχος]] σε [[βουνό]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., η Ορεάδα, [[νύμφη]] των βουνών, σε Βίωνα.
|lsmtext='''ὀρειάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[ὄρος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτή που προέρχεται από ή ανήκει στα βουνά, [[πέτρα]] [[ὀρειάς]], [[απόκρημνος]] [[βράχος]] σε [[βουνό]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., η Ορεάδα, [[νύμφη]] των βουνών, σε Βίωνα.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρειάς:''' άδος adj. f горная ([[πέτρα]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀρειάς]], άδος, [[ὄρος]]<br /><b class="num">I.</b> of or belonging to mountains, [[πέτρα]] ὀρ. a [[mountain]] [[crag]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]] an Oread, [[mountain]]-[[nymph]], [[Bion]].
|mdlsjtxt=[[ὀρειάς]], άδος, [[ὄρος]]<br /><b class="num">I.</b> of or belonging to mountains, [[πέτρα]] ὀρ. a [[mountain]] [[crag]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]] an Oread, [[mountain]]-[[nymph]], [[Bion]].
}}
}}

Revision as of 21:42, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρειάς Medium diacritics: ὀρειάς Low diacritics: ορειάς Capitals: ΟΡΕΙΑΣ
Transliteration A: oreiás Transliteration B: oreias Transliteration C: oreias Beta Code: o)reia/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, (ὄρος) pecul. fem. of ὄρειος, A of or belonging to mountains, πέτρα ὀ. mountain crag, ib.219.5 (Antip.), cf. Arch.Pap.1.219 (Ptol.). II Oread, mountain-nymph, Bion 1.19, Nonn.D.6.259,19.331.

German (Pape)

[Seite 371] άδος, ἡ, bes. fem. zu ὄρειος, zum Berge gehörig, πέτρη, Antp. Sid. 27 (VI, 219). Gew. mit und ohne Νύμφαι, αἱ Ὀρειάδες, die Bergnymphen, Oreaden.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
de montagne ; αἱ Ὀρειάδες, les Oréiades, nymphes des montagnes.
Étymologie: ὄρος.

Russian (Dvoretsky)

ὀρειάς: άδος adj. f горная (πέτρα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρειάς: -άδος, ἡ, (ὄρος) ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ὄρειος, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰ ὄρη, πέτρα ὀρ., ὀρεινὴ πέτρα, βράχος τοῦ βουνοῦ Ἀνθ. Π. 6. 219· ἔρημος ὀρ. Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 11. 54 ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., Νύμφη τῶν ὀρέων ἢ τοῦ ὄρους, Βίων 1. 19, Συλλ. Ἐπιγρ. 997.

Greek Monolingual

η (Α ὀρειάς, -άδος)
(στον πληθ. ως κύριο όν.) Ορειάδες
νύμφες που κατοικούσαν στα όρη και τά προστάτευαν
αρχ.
ως επίθ. αυτή που ανήκει στα όρη («πέτρα ὀρειάς» — βράχος του βουνού, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρειος «αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρη» + κάταλ. -άς, -άδος (πρβλ. ποντι-άς)].

Greek Monotonic

ὀρειάς: -άδος, ἡ (ὄρος),
I. αυτή που προέρχεται από ή ανήκει στα βουνά, πέτρα ὀρειάς, απόκρημνος βράχος σε βουνό, σε Ανθ.
II. ως ουσ., η Ορεάδα, νύμφη των βουνών, σε Βίωνα.

Middle Liddell

ὀρειάς, άδος, ὄρος
I. of or belonging to mountains, πέτρα ὀρ. a mountain crag, Anth.
II. as substantive an Oread, mountain-nymph, Bion.