Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑλακόμωρος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne cesse d’aboyer.<br />'''Étymologie:''' [[ὑλακή]], [[μωρός]].
|btext=ος, ον :<br />qui ne cesse d’aboyer.<br />'''Étymologie:''' [[ὑλακή]], [[μωρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑλᾰκόμωρος:''' (ῡ in [[arsi]]) [[ὑλακή]] + -μωρος в знач. «[[славный]]», «[[известный]]»] беспрестанно или громко лающий (эпитет собаки) Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑλᾰκόμωρος:''' -ον, αυτός που [[συνεχώς]] γαυγίζει, αυτός που ουρλιάζει ή κραυγάζει, σκούζει, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὑλᾰκόμωρος:''' -ον, αυτός που [[συνεχώς]] γαυγίζει, αυτός που ουρλιάζει ή κραυγάζει, σκούζει, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑλᾰκόμωρος:''' (ῡ in [[arsi]]) [[ὑλακή]] + -μωρος в знач. «[[славный]]», «[[известный]]»] беспрестанно или громко лающий (эпитет собаки) Hom.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑλᾰκό-μωρος, ον,<br />[[always]] barking, [[still]] howling or yelling, Od.
|mdlsjtxt=ὑλᾰκό-μωρος, ον,<br />[[always]] barking, [[still]] howling or yelling, Od.
}}
}}

Revision as of 22:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλᾰκόμωρος Medium diacritics: ὑλακόμωρος Low diacritics: υλακόμωρος Capitals: ΥΛΑΚΟΜΩΡΟΣ
Transliteration A: hylakómōros Transliteration B: hylakomōros Transliteration C: ylakomoros Beta Code: u(lako/mwros

English (LSJ)

ον, always barking, howling, κύνες Od.14.29, 16.4; μόθον ὑ. Nonn.D.36.197. (For the ending -μωρος, cf. ἐγχεσίμωρος, ἰόμωροι, σινάμωρος.) [ῡ in dact. verse.]

German (Pape)

[Seite 1176] immer, gewöhnlich bellend, κύνες, Od. 14, 29. 16, 4. Über die Ableitung s. ἐγχεσίμωρος. – [Υ in der Vershebung lang.]

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne cesse d’aboyer.
Étymologie: ὑλακή, μωρός.

Russian (Dvoretsky)

ὑλᾰκόμωρος: (ῡ in arsi) ὑλακή + -μωρος в знач. «славный», «известный»] беспрестанно или громко лающий (эпитет собаки) Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλᾰκόμωρος: -ον, ὁ ὑλακτικός, ὁ συνεχῶς, διαρκῶς ὑλακτῶν, βαΰζων, γαυγύζων, κύνες Ὀδ. Ξ. 29 (ἔνθα ἴδε Εὐστάθ. καὶ Σχολιαστ.), Π. 4· μόθον ὑλ. Νόνν. 36. 197. (Περὶ τῆς ἀμφιβόλου καταλήξεως -μωρος, ἴδε ἰόμωρος). [ῡ ἐν δακτυλικῷ στίχῳ].

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που διαρκώς γαβγίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλακή «γάβγισμα», τ. σχηματισμένος πιθ. χάριν αστεϊσμού κατά τα ἐγχεσί- μωρο, ἰό-μωροι].

Greek Monotonic

ὑλᾰκόμωρος: -ον, αυτός που συνεχώς γαυγίζει, αυτός που ουρλιάζει ή κραυγάζει, σκούζει, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ὑλᾰκό-μωρος, ον,
always barking, still howling or yelling, Od.