ὑψίπολις: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ιος (ὁ, ἡ)<br />qui occupe un haut rang dans la cité.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[πόλις]].
|btext=ιος (ὁ, ἡ)<br />qui occupe un haut rang dans la cité.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[πόλις]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψίπολις:''' ιος adj. занимающий высокий государственный пост, власть имущий Soph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίπολις:''' ἡ, αυτός που απολαμβάνει υψηλών τιμών στην πόλη του, σε Σοφ.
|lsmtext='''ὑψίπολις:''' ἡ, αυτός που απολαμβάνει υψηλών τιμών στην πόλη του, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψίπολις:''' ιος adj. занимающий высокий государственный пост, власть имущий Soph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑψί-πολις, ιος, ἡ,<br />[[high]] or [[honoured]] in one's [[city]], Soph.
|mdlsjtxt=ὑψί-πολις, ιος, ἡ,<br />[[high]] or [[honoured]] in one's [[city]], Soph.
}}
}}

Revision as of 22:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπολις Medium diacritics: ὑψίπολις Low diacritics: υψίπολις Capitals: ΥΨΙΠΟΛΙΣ
Transliteration A: hypsípolis Transliteration B: hypsipolis Transliteration C: ypsipolis Beta Code: u(yi/polis

English (LSJ)

ιδος or εως, ὁ, ἡ, citizen of a proud city, opp. ἄπολις, S.Ant.370 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ιος (ὁ, ἡ)
qui occupe un haut rang dans la cité.
Étymologie: ὕψι, πόλις.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίπολις: ιος adj. занимающий высокий государственный пост, власть имущий Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίπολις: ἡ, ὁ ὑψηλῆς τιμῆς ἀπολαύων ἐν τῇ πόλει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄπολις, Σοφ. Ἀντ. 370.

Greek Monolingual

-όλεως και -όλιδος, ὁ, ἡ, Α
1. πολίτης ένδοξης πόλης
2. ο ύψιστος πολίτης μιας πόλης ή, κατ' άλλους, αυτός που δοξάζει την πόλη του, την πατρίδα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + πόλις (πρβλ. πολύ-πολις)].

Greek Monotonic

ὑψίπολις: ἡ, αυτός που απολαμβάνει υψηλών τιμών στην πόλη του, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὑψί-πολις, ιος, ἡ,
high or honoured in one's city, Soph.