ὑστερόχρονος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ysterochronos
|Transliteration C=ysterochronos
|Beta Code=u(stero/xronos
|Beta Code=u(stero/xronos
|Definition=ον, [[later in time]], <b class="b3">ὑ. οἱ νόμοι τοῦ λόγου</b> Sch.Hermog.<span class="title">Stat.</span>in <span class="bibl">Rh.7(1).208W.</span>
|Definition=ὑστερόχρονον, [[later in time]], <b class="b3">ὑ. οἱ νόμοι τοῦ λόγου</b> Sch.Hermog.''Stat.''in Rh.7(1).208W.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 11:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑστερόχρονος Medium diacritics: ὑστερόχρονος Low diacritics: υστερόχρονος Capitals: ΥΣΤΕΡΟΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: hysteróchronos Transliteration B: hysterochronos Transliteration C: ysterochronos Beta Code: u(stero/xronos

English (LSJ)

ὑστερόχρονον, later in time, ὑ. οἱ νόμοι τοῦ λόγου Sch.Hermog.Stat.in Rh.7(1).208W.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
t. de gramm. postérieur.
Étymologie: ὕστερος, χρόνος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑστερόχρονος: -ον, ὁ ὕστερον κατὰ τὸν χρόνον, ὑστερόχρονοι οἱ νόμοι τοῦ λόγου Σχόλ. εἰς Ἑρμογέν. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 7, σ. 208, Τζέτζ. Ἐξηγ. Ἰλ. σ. 99, 27.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑστερόχρονος, -ον, ΝΜ
αυτός που γίνεται μετά από κάποιον άλλο, μεταγενέστερος.
επίρρ...
υστερόχρονα Ν
σε μεταγενέστερο χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -χρονος (< χρόνος), πρβλ. προτερό-χρονος, πρωτόθρονος.