ῥωγαλέος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />déchiré.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝραγ, briser ; v. [[ῥήγνυμι]].
|btext=α, ον :<br />déchiré.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝραγ, briser ; v. [[ῥήγνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥωγᾰλέος:''' [[изорванный]], [[разодранный]] ([[χιτών]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥωγᾰλέος:''' -α, -ον ([[ῥώξ]]), [[σπασμένος]], ραγισμένος, κομματιασμένος, σχισμένος, σε Όμηρ.
|lsmtext='''ῥωγᾰλέος:''' -α, -ον ([[ῥώξ]]), [[σπασμένος]], ραγισμένος, κομματιασμένος, σχισμένος, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥωγᾰλέος:''' [[изорванный]], [[разодранный]] ([[χιτών]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ῥωγᾰλέος, η, ον, [ῥώξ]<br />[[broken]], [[cleft]], [[rent]], [[torn]], Hom.
|mdlsjtxt=ῥωγᾰλέος, η, ον, [ῥώξ]<br />[[broken]], [[cleft]], [[rent]], [[torn]], Hom.
}}
}}

Revision as of 22:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥωγᾰλέος Medium diacritics: ῥωγαλέος Low diacritics: ρωγαλέος Capitals: ΡΩΓΑΛΕΟΣ
Transliteration A: rhōgaléos Transliteration B: rhōgaleos Transliteration C: rogaleos Beta Code: r(wgale/os

English (LSJ)

η, ον, (ῥώξ A) broken, cleft, χιτὼν χαλκῷ ῥ. Il.2.417; ῥ. πήρη torn, ragged, Od.17.198; ῥάκος . . ἠδὲ χιτῶνα, ῥωγαλέα 13.435.

German (Pape)

[Seite 854] zerrissen, zersetzt, Od. 13, 435, öfter; χαλκῷ, Il. 2, 417, zerhauen.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
déchiré.
Étymologie: R. Ϝραγ, briser ; v. ῥήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ῥωγᾰλέος: изорванный, разодранный (χιτών Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥωγᾰλέος: -α, -ον, (ῥώξ) διερρωγώς, διερρηγμένος, διεσχισμένος, κατατετρημένος, ῥακώδης, χιτῶνα χαλκῷ ῥωγαλέον, «σιδήρῳ διεσχισμένον» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 417· πήρην πυκνά ῥωγαλέην, διεσχισμένην, ῥακώδη, Ὀδ. Ρ. 198, Σ. 109· ῥάκος ... ἠδὲ χιτῶνα, ῥωγαλέα Α. 435, 438, κτλ.

English (Autenrieth)

torn, ragged.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
(επικ. τ.) εντελώς σχισμένος, κουρελιασμένος («ῥάκος... ἠδέ χιτῶνα, ῥωγαλέα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος, πειναλέος)].

Greek Monotonic

ῥωγᾰλέος: -α, -ον (ῥώξ), σπασμένος, ραγισμένος, κομματιασμένος, σχισμένος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ῥωγᾰλέος, η, ον, [ῥώξ]
broken, cleft, rent, torn, Hom.