ῥυπτικός: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui sert à nettoyer, à laver;<br /><i>Sp.</i> ῥυπτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ῥύπτω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui sert à nettoyer, à laver;<br /><i>Sp.</i> ῥυπτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ῥύπτω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥυπτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[очищающий]] ([[κόνις]] Plut.): ῥ. τινος Arst. очищающий что-л. и от чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[слабительный]] (ὁ [[χυλός]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥυπτικός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να καθαρίζει τους ρύπους, τις ακαθαρσίες ή αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για καθαρισμό από ρύπους («ῥυπτικωτάτη [[κόνις]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθαρτικός]] («ῥυπτικὸν [[φάρμακον]]» — το καθάρσιο, <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο ρηματ. επίθ. <i>ῥυπτός</i> του [[ῥύπτω]], που απαντά μόνο εν συνθέσει (<b>πρβλ.</b> <i>ἄρ</i>-<i>ρυπτος</i>)]. | |mltxt=-ή, -ό / [[ῥυπτικός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να καθαρίζει τους ρύπους, τις ακαθαρσίες ή αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για καθαρισμό από ρύπους («ῥυπτικωτάτη [[κόνις]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθαρτικός]] («ῥυπτικὸν [[φάρμακον]]» — το καθάρσιο, <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο ρηματ. επίθ. <i>ῥυπτός</i> του [[ῥύπτω]], που απαντά μόνο εν συνθέσει (<b>πρβλ.</b> <i>ἄρ</i>-<i>ρυπτος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A fit for cleansing from dirt, ῥυπτικωτάτη κόνις Plu.2.697a; -κὴ δύναμις detergent, Gal.10.565: c. gen., ῥ. τοῦ φάρυγγος cleansing or clearing the throat, Arist.Pr.903b29, cf. Pl.Ti.65d, Thphr.CP6.1.3: but c. gen. objecti, ῥ. ξηρότητος fit for cleaning it off, Arist.Sens.443a1. 2 purgative, Id.Pr.873b1.
German (Pape)
[Seite 852] den Schmutz wegnehmend, reinigend, waschend, Plat. Tim. 65 d u. Sp., wie Plut.; τινός, Arist. probl. 11, 39.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui sert à nettoyer, à laver;
Sp. ῥυπτικώτατος.
Étymologie: ῥύπτω.
Russian (Dvoretsky)
ῥυπτικός:
1) очищающий (κόνις Plut.): ῥ. τινος Arst. очищающий что-л. и от чего-л.;
2) слабительный (ὁ χυλός Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥυπτικός: -ή, -όν, ὁ ἁρμόδιος πρὸς κάθαρσιν ἀπὸ ῥύπου, ἀπὸ ἀκαθαρσίας, ῥυπτικωτάτη κόνις Πλούτ. 2. 697Α· μετὰ γεν., ῥ. τοῦ φάρυγγος, ὁ καθαρίζων τὸν φάρυγγα, Ἀριστ. Προβλ. 11. 39, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 65D· ἀλλὰ μετὰ γεν. ἀντικειμένου, ῥ. ξηρότητος, ἁρμόδιος ὅπως ἀποκαθάρῃ αὐτήν, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5, 1. 2) καθαρτικός, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 3. 17, 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ῥυπτικός, -ή, -όν, ΝΑ
αυτός που έχει την ιδιότητα να καθαρίζει τους ρύπους, τις ακαθαρσίες ή αυτός που είναι κατάλληλος για καθαρισμό από ρύπους («ῥυπτικωτάτη κόνις», Πλούτ.)
αρχ.
καθαρτικός («ῥυπτικὸν φάρμακον» — το καθάρσιο, Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο ρηματ. επίθ. ῥυπτός του ῥύπτω, που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. ἄρ-ρυπτος)].