κατοίκτισις: Difference between revisions
From LSJ
Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατοίκτισις -εως, ἡ [κατοικτίζω] medelijden. | |elnltext=κατοίκτισις -εως, ἡ [κατοικτίζω] [[medelijden]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:48, 29 November 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, compassion, ἡ πρὸς αὑτὴν κ. X.Cyr.6.1.47.
German (Pape)
[Seite 1403] ἡ, das Bemitleiden, Mitleidbezeugen, Xen. Cyr. 6, 1, 47.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
pitié, compassion.
Étymologie: κατοικτίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατοίκτισις -εως, ἡ [κατοικτίζω] medelijden.
Russian (Dvoretsky)
κατοίκτῐσις: εως ἡ сострадание, сожаление, жалость Xen.
Greek Monolingual
κατοίκτισις, -ίσεως, ἡ (Α) κατοικτίζω
οίκτος, ευσπλαγχνία, συμπόνοια.
Greek Monotonic
κατοίκτῐσις: -εως, ἡ, συμπόνοια, συμπάθεια, οικτιρμός, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
κατοίκτῐσις: -εως, ἡ, συμπάθεια, οἰκτιρμός, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 47.
Middle Liddell
κατ-οίκτῐσις, εως [from κατοικτίζω
compassion, Xen.