κυμοδέγμων: Difference between revisions
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κυμοδέγμων -ον [κῦμα, δέχομαι] door golven bespoeld. | |elnltext=κυμοδέγμων -ον [κῦμα, δέχομαι] [[door golven bespoeld]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:49, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, gen. ονος, receiving or meeting the waves, ἀκτή E. Hipp.1173.
German (Pape)
[Seite 1531] ἀκτή, die Fluth empfangend, aufnehmend, Eur. Hipp. 1173.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui reçoit les flots, baigné par les flots.
Étymologie: κῦμα, δέχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυμοδέγμων -ον [κῦμα, δέχομαι] door golven bespoeld.
Russian (Dvoretsky)
κῡμοδέγμων: 2, gen. ονος принимающий на себя удары волн (ἀκτή Eur.).
Greek Monolingual
κυμοδέγμων, κυμόδεγμον, -όνος (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός τον οποίο χτυπούν τα κύματα («ἀκτῆς κυμοδαίγμονος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + -δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. θεοδέγμων, οικοδέγμων].
Greek Monotonic
κῡμοδέγμων: -ον (δέχομαι), αυτός που συναντά τα κύματα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κῡμοδέγμων: -ον, ἐπὶ θαλασσίας ἀκτῆς, ἡ δεχομένη τὰ κύματα, ἀκτὴ Εὐρ. Ἱππ. 1173.