παμμήτειρα: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παμμήτειρα -ας, ἡ [πᾶς, μήτηρ] moeder van alles. | |elnltext=παμμήτειρα -ας, ἡ [πᾶς, μήτηρ] [[moeder van alles]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:49, 29 November 2022
English (LSJ)
ἡ, = παμμήτωρ, h.Hom.30.1, AP5.164 (Mel.), v.l. in Orph.Fr.168.27.
German (Pape)
[Seite 453] ἡ, = παμμήτωρ; H. h. 30, 1; θεῶν, Mel. 102 (V, 165); Opp. Hal. 1, 414.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παμμήτειρα -ας, ἡ [πᾶς, μήτηρ] moeder van alles.
Russian (Dvoretsky)
παμμήτειρα: ἡ HH, Anth. = παμμήτωρ.
Greek Monolingual
παμμήτειρα, ἡ (Α)
παμμήτωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + μήτειρα (< μήτηρ)].
Greek Monotonic
παμμήτειρα: ἡ, = παμμήτωρ, σε Ομηρ. Ύμν., σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
παμμήτειρα: ἡ, = παμμήτωρ, Ὁμ. Ὕμν. 30. 1, Ἀνθ. Π. 5. 165, κτλ.
Middle Liddell
παμμήτειρα, ἡ, = παμμήτωρ, Hhymn., Anth.]