συνομήθης: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (pape replacement) |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=συνομήθης -ες vertrouwd. AP 6.206.9. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=συν-ομήθης, ες = [[συνήθης]], Anth.] | |mdlsjtxt=συν-ομήθης, ες = [[συνήθης]], Anth.] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ες, = [[συνήθης]], Antip.Sid. 21 (VI.206). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:53, 24 November 2022
English (LSJ)
ες, = συνήθης, AP6.206 (Antip. Sid.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνομήθης -ες vertrouwd. AP 6.206.9.
Russian (Dvoretsky)
συνομήθης: сжившийся, свыкшийся (ἅλικες Anth.).
Greek Monolingual
-όμηθες, Α
(ποιητ. τ.) συνήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὁμήθης«συνήθης»].
Greek Monotonic
συνομήθης: -ες, = συνήθης, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
συνομήθης: -ες, = συνήθης, συνομήθεις ἅλικες οὐρανίῃ δῷρα Κυθηριάδι Ἀνθ. Π. 6. 206.
Middle Liddell
συν-ομήθης, ες = συνήθης, Anth.]
German (Pape)
ες, = συνήθης, Antip.Sid. 21 (VI.206).