σφώ: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σφῶϊ]], Α<br />(ονομ. και αιτ. δυϊκ. αριθ. αρσ. και θηλ. του β' προσ. της προσ. αντων. <i>σύ</i>) εσείς οι δύο (α. «[[Ζεύς|Ζεὺς]] σφὼ εἰς Ἴδην κέλετ' ἐλθέμεν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἀμφοτέρω γὰρ [[σφῶϊ]] φιλεῑ... [[Ζεύς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
|mltxt=και [[σφῶϊ]], Α<br />(ονομ. και αιτ. δυϊκ. αριθ. αρσ. και θηλ. του β' προσ. της προσ. αντων. <i>σύ</i>) εσείς οι δύο (α. «[[Ζεύς|Ζεὺς]] σφὼ εἰς Ἴδην κέλετ' ἐλθέμεν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἀμφοτέρω γὰρ [[σφῶϊ]] φιλεῖ... [[Ζεύς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:55, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφώ Medium diacritics: σφώ Low diacritics: σφω Capitals: ΣΦΩ
Transliteration A: sphṓ Transliteration B: sphō Transliteration C: sfo Beta Code: sfw/

English (LSJ)

v. σύ ΙΙ, σφωέ.

German (Pape)

[Seite 1053] attische Abkürzung von σφῶϊ, die sich auch in der Il. findet, z. B. 11, 782; für σφωέ aber zw., denn Il. 17, 531 wird jetzt richtig σφω' Αἴαντε gelesen.

French (Bailly abrégé)

contr. de σφῶϊ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφώ, pron. pers., 2 dual. nom. en acc., zie σύ.
σφώ, zie σφωέ

Russian (Dvoretsky)

σφώ: стяж. к σφωέ и σφῶϊ.

English (Autenrieth)

gen. and dat. σφῶιν, σφῷν: dual of σύ, ye two, you two, you both, Il. 1.336,, Il. 11.776, . σφῶι and σφῶιν are never enclitic.

Greek Monolingual

και σφῶϊ, Α
(ονομ. και αιτ. δυϊκ. αριθ. αρσ. και θηλ. του β' προσ. της προσ. αντων. σύ) εσείς οι δύο (α. «Ζεὺς σφὼ εἰς Ἴδην κέλετ' ἐλθέμεν», Ομ. Ιλ.
β. «ἀμφοτέρω γὰρ σφῶϊ φιλεῖ... Ζεύς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Greek Monotonic

σφώ: συγκεκ. ονομ. και αιτ. αντί σφῶϊ, βλ. σύ II.

Greek (Liddell-Scott)

σφώ: συνεσταλμένη ὀνομ. καὶ αἰτ. ἀντὶ σφῶι, ἴδε ἐν λ. σὺ ΙΙ.

Frisk Etymological English

σφῶϊ
See also: s. σφεῖς.

Frisk Etymology German

σφώ: σφρῶϊ
{sphṓ}
See also: s. σφεῖς.
Page 2,835