ποδαγρικός: Difference between revisions
ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ποδαγρικός:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ποδαγρικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[страдающий подагрой]] Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[подагрический]] (ῥεύματα Plut.; [[νόσος]] Diog. L.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:30, 25 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, A gouty, of persons, Plb.36.14.2, D.S.32.20, Dsc. 1.15, 3.133, Herod.Med. ap. Orib.10.8.9, Plu.Cat.Ma.9. 2 of or from gout, gouty, πάθη Id.2.1087e, cf. Ph.1.525; νόσος D.L.5.68; τὰ π. Hp.Aph.5.25, Thphr.HP9.9.1. 3 for gout, δυνάμεις, φάρμακον, Dsc.5.128, Gal.11.432.
German (Pape)
[Seite 642] ή, όν, podagrisch, an der Fußgicht leidend, Sp., bes. Medic.; ῥεύματα, Plut. non posse. 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui a la goutte aux pieds, podagre;
2 qui concerne la goutte.
Étymologie: ποδάγρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποδαγρικός -ή -όν [ποδάγρα] geneesk. jichtlijder; subst. τὰ ποδαγρικά jicht.
Russian (Dvoretsky)
ποδαγρικός:
1 страдающий подагрой Plut.;
2 подагрический (ῥεύματα Plut.; νόσος Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
ποδαγρικός: -ή, -όν, ὑποκείμενος εἰς ποδάγραν, πάσχων ἐξ ἀρθρίτιδος, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 9. 2) ὁ ἀνήκων εἰς ποδάγραν ἢ προερχόμενος ἐκ ποδάγρας, ῥεύματα ὁ αὐτ. 2. 1087Ε· νόσος π. Διογ. Λ. 5. 68, οὕτω, τὰ ποδαγρικὰ Ἱππ. Ἀφ. 1254, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 1.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ ποδάγρα
1. αυτός που αναφέρεται στην ποδάγρα ή προέρχεται από ποδάγρα (α. «εἰ ποδαγρικῷ χρήσαιτο πάθει», Φίλων
β. «νόσῳ ποδαγρικῇ καταπονηθείς», Διογ. Λαέρ.)
2. αυτός χρησιμεύει για τη θεραπεία της ποδάγρας («ποδαγρικὸν φάρμακον», Γαλ.)
Greek Monotonic
ποδαγρικός: -ή, -όν, υποκείμενος σε ποδάγρα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ποδαγρικός, ή, όν [from ποδάγρα
liable to gout, gouty, Plut.