βαυκοπανοῦργος: Difference between revisions
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[βαυκοπανοῦργος]] -ου, ὁ [[βαυκός]]: slap, [[πανοῦργος]] slappe bedrieger. | |elnltext=[[βαυκοπανοῦργος]] -ου, ὁ [[βαυκός]]: slap, [[πανοῦργος]] [[slappe bedrieger]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:46, 29 November 2022
English (LSJ)
ὁ, humbug, Arist.EN1127b27.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ hipócrita, remilgado οἱ δὲ τὰ μικρὰ καὶ φανερὰ προσποιούμενοι βαυκοπανοῦργοι λέγονται Arist.EN 1127b27.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui aime à finasser, finassier.
Étymologie: βαυκός, πανοῦργος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαυκοπανοῦργος -ου, ὁ βαυκός: slap, πανοῦργος slappe bedrieger.
Russian (Dvoretsky)
βαυκοπανοῦργος: ὁ βαυκός поздн. нежный, тонкий] тонкий проныра, пройдоха Arst.
Greek (Liddell-Scott)
βαυκοπανοῦργος: ὁ, «οἱ καὶ τὰ μικρὰ καὶ τὰ φανερὰ προσποιούμενοι βαυκοπανοῦργοι λέγονται καὶ εὐκαταφρόνητοί εἰσιν» Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4 7, 15.
Greek Monotonic
βαυκοπᾰνοῦργος: ὁ, ασήμαντος ψευτοπαληκαράς, σε Αριστ.