κατακέντημα: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατακέντημα -ατος, τό [κατακεντέω] gat. | |elnltext=κατακέντημα -ατος, τό [κατακεντέω] [[gat]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:47, 29 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, puncture, Pl.Ti. 76b.
German (Pape)
[Seite 1352] τό, das Durchstochene, Loch, Plat. Tim. 76 b.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατακέντημα -ατος, τό [κατακεντέω] gat.
Russian (Dvoretsky)
κατακέντημα: ατος τό прокол(ы), отверстия Plat.
Greek (Liddell-Scott)
κατακέντημα: τό, στῖξις, στῖγμα, σημεῖον, ἡ ὀπὴ ἡ σχηματισθεῖσα ἐκ τοῦ κεντήματος, Πλάτ. Τίμ. 76Β.
Greek Monolingual
κατακέντημα, τὸ (Α) κατακεντώ
η τρύπα που σχηματίζεται από το κέντημα.