συνεγγράφω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=inscrire ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐγγράφω]]. | |btext=[[inscrire ensemble]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐγγράφω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:55, 8 January 2023
English (LSJ)
[ᾰ], register or enter along with, εἰς θεούς Plu.2.763e; τῷ ψηφίσματι συνεγγραφήσονται D.H.6.84; τοῖς κατ' ἔτος ἐφήβοις συνεγγραφόμενοι PSI10.1160.4 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 1009] mit oder zugleich einschreiben, εἰς θεούς τινα, Plut. amator. 18.
French (Bailly abrégé)
inscrire ensemble.
Étymologie: σύν, ἐγγράφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εγγράφω tegelijk (met...) registreren, samen (met...) inschrijven.
Russian (Dvoretsky)
συνεγγράφω: (ᾰ) вписывать, заносить, зачислять (τινὰ εἶς θεούς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεγγράφω: [ᾰ], ἐγγράφω ὁμοῦ μετά τινος, Λατ. adscribere, εἰς θεοὺς Πλούτ. 2. 763Ε· τῷ ψηφίσματι συνεγγραφήσονται Διον. Ἁλ. 6. 84.
Greek Monolingual
ΜΑ ἐγγράφω
εγγράφω ή καταγράφω κάποιον μαζί με κάποιον άλλον
μσν.
ζωγραφίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο («ὁ σταυρὸς ἐγγέγραπταί σοι, ὁ δὲ σταυρωθείς οὐ συνεγγέγραπται», Στουδ. Θεόδ.).