λογάω: Difference between revisions

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λόγος]]·1. [[στοχάζομαι]], [[λογαριάζω]], [[αναλογίζομαι]]<br /><b>2.</b> (το β' πληθ. προστ. ως διηγηματικό [[μόριο]]) [[λογάτε]]<br />[[λοιπόν]], μαθές, σκεφθείτε, συλλογιστείτε.
|mltxt=[[λόγος]]·1. [[στοχάζομαι]], [[λογαριάζω]], [[αναλογίζομαι]]<br /><b>2.</b> (το β' πληθ. προστ. ως διηγηματικό [[μόριο]]) [[λογάτε]]<br />[[λοιπόν]], μαθές, σκεφθείτε, συλλογιστείτε.
}}
{{pape
|ptext=desiderat. zu [[λέγω]], <i>gern [[reden]] [[wollen]]</i>, ἡ [[γλῶσσα]] λογᾷ Luc. <i>Lexiph</i>. 15.
}}
}}

Revision as of 16:32, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογάω Medium diacritics: λογάω Low diacritics: λογάω Capitals: ΛΟΓΑΩ
Transliteration A: logáō Transliteration B: logaō Transliteration C: logao Beta Code: loga/w

English (LSJ)

A to be fond of talking, Luc.Lex.15. II λογάω or λογέω, fut. 3sg. λογήσει, perhaps will take account, Tyrt.Fr.1.42 Diehl.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés.
avoir envie de parler.
Étymologie: λόγος.

Russian (Dvoretsky)

λογάω: иметь охоту говорить Luc.

Greek (Liddell-Scott)

λογάω: ἐφετικὸν τοῦ λέγω, ἀρέσκομαι ἢ ἐπιθυμῶ νὰ ὁμιλῶ Λουκ. Λεξιφ. 15.

Greek Monolingual

λόγος·1. στοχάζομαι, λογαριάζω, αναλογίζομαι
2. (το β' πληθ. προστ. ως διηγηματικό μόριο) λογάτε
λοιπόν, μαθές, σκεφθείτε, συλλογιστείτε.

German (Pape)

desiderat. zu λέγω, gern reden wollen, ἡ γλῶσσα λογᾷ Luc. Lexiph. 15.