γύνανδρος: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''γύνανδρος:''' двуполый, т. е. лишенный мужественности, слабый как женщина (sc. [[ἀνήρ]] Soph.).
|elrutext='''γύνανδρος:''' двуполый, т. е. лишенный мужественности, слабый как женщина (''[[sc.]]'' [[ἀνήρ]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:20, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γύνανδρος Medium diacritics: γύνανδρος Low diacritics: γύνανδρος Capitals: ΓΥΝΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: gýnandros Transliteration B: gynandros Transliteration C: gynandros Beta Code: gu/nandros

English (LSJ)

[ῠ], ον, A of doubtful sex, womanish, S.Fr.963, Ael.Fr.10, 290. 2 of a woman, virago, Ph.1.183,2.379.

Spanish (DGE)

-ον
andrógino, de sexo dudoso o ambiguo de hombres οἱ γὰρ γύνανδροι καὶ λέγοντες ἠσκηκότες S.Fr.963, χλούνης τε καὶ γ. ἀνήρ hombre castrado y andrógino Ael.Fr.10, ὁ γ. τε καὶ μάλθων τύραννος Ael.Fr.290
de mujeres virago, marimacho Ph.1.183, 2.379
gener. γυνάνδρων ἐστὶ γένος Anon.Mirac.Thecl.9.25.

German (Pape)

[Seite 511] männlichen u. weiblichen Geschlechts zugleich, zwitterhaft, Soph. frg. 865; Suid.

Russian (Dvoretsky)

γύνανδρος: двуполый, т. е. лишенный мужественности, слабый как женщина (sc. ἀνήρ Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

γύνανδρος: -ον, ἀμφιβόλου γένους, ἑρμαφρόδιτος, θηλυπρεπής, Σοφ. Ἀποσπ. 865. 2) γυνὴ ἀνδρώδης, virago, Φίλων 1. 183, 512.

Greek Monolingual

(και ως ουσ.), -ο (AM γύνανδρος, -ον)
ο ερμαφρόδιτος, με χαρακτηριστικά και του αντρικού και του γυναικείου φύλου
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) γύνανδρα, τα
φυτά που έχουν τους στήμονες συμφυείς με τον ύπερο ή την ωοθήκη
αρχ.
κίναιδος.