διακεάζω: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diakeazo
|Transliteration C=diakeazo
|Beta Code=diakea/zw
|Beta Code=diakea/zw
|Definition=[[cleave asunder]], διὰ ξύλα δανὰ κεάσσαι <span class="bibl">Od.15.322</span>, cf. <span class="bibl">A.R.4.392</span>.
|Definition=[[cleave asunder]], διὰ ξύλα δανὰ κεάσσαι Od.15.322, cf. A.R.4.392.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακεάζω Medium diacritics: διακεάζω Low diacritics: διακεάζω Capitals: ΔΙΑΚΕΑΖΩ
Transliteration A: diakeázō Transliteration B: diakeazō Transliteration C: diakeazo Beta Code: diakea/zw

English (LSJ)

cleave asunder, διὰ ξύλα δανὰ κεάσσαι Od.15.322, cf. A.R.4.392.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo en tm.]
1 partir en dos, dividir en pedazos, διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι Od.15.322, en v. pas. διὰ δὴ πάλαι ἥδε κεάσθη νηῦς ἱερή A.R.4.1267.
2 consumir por el fuego (quizá por una antigua interpr. de Od.15.322) διά τ' ἀμφαδὰ πάντα κεάσσαι A.R.4.392.

German (Pape)

[Seite 581] (s. κεάζω), durchspalten, zerspalten; in tmesi Homer. Odyss. 15, 322 πῦρ τ' εὖ νηῆσαι, διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι; Apoll. Rh. 4, 392 νῆα καταφλέξαι, διά τ' ἔμπεδα πάντα κεάσσαι.

Russian (Dvoretsky)

διακεάζω: раскалывать (ξύλα Hom. - in tmesi).

Greek (Liddell-Scott)

διακεάζω: μέλλ. -άσω, κόπτω εἰς δύο, διασχίζω, διὰ ξύλα δανὰ κεάσσαι Ὀδ. Ο 322, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 392.

Greek Monolingual

διακεάζω (Α) κεάζω
κόβω στα δύο, σχίζω στα δύο.

Greek Monotonic

διακεάζω: μέλ. -άσω, κόβω, σχίζω στα δύο, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

fut. άσω
to cleave asunder, Od.