διευρύνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διευρύνω]]) [[ευρύνω]]<br />[[πλαταίνω]], [[διανοίγω]], [[επεκτείνω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αναπτύσσω]] με λεπτομέρειες, [[επεξηγώ]].
|mltxt=(AM [[διευρύνω]]) [[ευρύνω]]<br />[[πλαταίνω]], [[διανοίγω]], [[επεκτείνω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αναπτύσσω]] με λεπτομέρειες, [[επεξηγώ]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[erweitern]]</i>; Hippocr.; Arist. <i>H.A</i>. 8.17, und Sp.
}}
}}

Revision as of 16:42, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διευρύνω Medium diacritics: διευρύνω Low diacritics: διευρύνω Capitals: ΔΙΕΥΡΥΝΩ
Transliteration A: dieurýnō Transliteration B: dieurynō Transliteration C: dievryno Beta Code: dieuru/nw

English (LSJ)

dilate, in Pass., Hp.Morb.4.52, Aen.Tact.31.12, Arist. de An.422a3.

Spanish (DGE)

dilatar τὸ ἔντερον Arist.HA 600b12, τὴν ἀρτηρίαν Porph.in Harm.63.4, τὸ στόμα τῆς μήτρας Paul.Aeg.6.74.2
en v. med.-pas. dilatarse ἡ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ἰκμάς Hp.Morb.4.52, cf. Loc.Hom.21, τὰ φλέβια Arist.de An.422a3, ἡ γογγυλίς Thphr.CP 5.6.9, ἡ κύστις Aen.Tact.31.12, ἡ κόρη Gal.3.783, Aët.7.58, οἱ πόροι Sor.81.23.

Russian (Dvoretsky)

διευρύνω: расширять (τὸ ἔντερον, διευρυνομένων τῶν πόρων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

διευρύνω: εὐρύνω λίαν, Ἱππ. 510. 8, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 9, 13.

Greek Monolingual

(AM διευρύνω) ευρύνω
πλαταίνω, διανοίγω, επεκτείνω
μσν.
αναπτύσσω με λεπτομέρειες, επεξηγώ.

German (Pape)

erweitern; Hippocr.; Arist. H.A. 8.17, und Sp.