διτάλαντος: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ditalantos | |Transliteration C=ditalantos | ||
|Beta Code=dita/lantos | |Beta Code=dita/lantos | ||
|Definition=[<b class="b3">τᾰ], ον,</b> [[weighing two talents]], σταθμός <span class="bibl">Hdt.1.50</span>, <span class="bibl">2.96</span>; [[worth two talents]], δ. εἶχες ἔρανον <span class="bibl">D.18.312</span>; οἶκοι δ. <span class="bibl">Id.27.64</span>: neut. as [[substantive]], δ. ἀργυρίου <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ki.</span>5.23</span>. | |Definition=[<b class="b3">τᾰ], ον,</b> [[weighing two talents]], σταθμός <span class="bibl">Hdt.1.50</span>, <span class="bibl">2.96</span>; [[worth two talents]], δ. εἶχες ἔρανον <span class="bibl">D.18.312</span>; οἶκοι δ. <span class="bibl">Id.27.64</span>: neut. as [[substantive]], δ. ἀργυρίου <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">4 Ki.</span>5.23</span>. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 08:15, 15 October 2022
English (LSJ)
[τᾰ], ον, weighing two talents, σταθμός Hdt.1.50, 2.96; worth two talents, δ. εἶχες ἔρανον D.18.312; οἶκοι δ. Id.27.64: neut. as substantive, δ. ἀργυρίου LXX 4 Ki.5.23.
Spanish (DGE)
-ον
1 que pesa dos talentos ἡμιπλίνθια Hdt.1.50, λίθος Hdt.2.96, πλίνθοι D.S.16.56, πανοπλία Plu.Demetr.21, ὁλκή Luc.Nau.20, ἐκπώματα Luc.Nau.39.
2 que vale dos talentos διτάλαντον δ' εἶχες ἔρανον D.18.312, οἶκοι D.27.64, φίλημα Luc.DMort.20.3
•de dos talentos μισθός Philostr.VS 525
•neutr. subst. δ. ἀργυρίου LXX 4Re.5.23, cf. Poll.9.54, δραχμῶν δ. TAM 3.798.15 (Termeso II d.C.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui pèse ou vaut deux talents.
Étymologie: δίς, τάλαντον.
Russian (Dvoretsky)
διτάλαντος:
1) весом в два таланта (λίθος Her.; πανοπλία Plut.);
2) стоимостью в два таланта (οἶκος Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
δῐτάλαντος: -ον, ἀξίζων ἢ ζυγίζων δύο τάλαντα, Ἡρόδ. 1. 50., 2. 96· δ. εἶχες ἔρανον Δημ. 329. 17.
Greek Monolingual
διτάλαντος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει βάρος δύο ταλάντων
2. αυτός που αξίζει δύο τάλαντα
3. το ουδ. ως ουσ. το διτάλαντον
δύο τάλαντα.
Greek Monotonic
δῐτάλαντος: -ον (τάλαντον), αυτός που αξίζει ή ζυγίζει δύο τάλαντα, σε Ηρόδ.· αυτός που στοιχίζει δύο τάλαντα, σε Δημ.
Middle Liddell
δῐ-τάλαντος, ον adj τάλαντον
worth or weighing two talents, Hdt.: costing two talents, Dem.