δυσήνιος: Difference between revisions
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysinios | |Transliteration C=dysinios | ||
|Beta Code=dush/nios | |Beta Code=dush/nios | ||
|Definition=ον, (> | |Definition=ον, (> [[ἀνία]]) = [[δυσάνιος]] ([[soon vexed]], [[ill to please]], [[vexed]], [[annoyed]]), [[ill at ease]], [[uneasy]], Hp. ''Epid.'' 3.17. ιαʹ codd. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:56, 3 November 2022
English (LSJ)
ον, (> ἀνία) = δυσάνιος (soon vexed, ill to please, vexed, annoyed), ill at ease, uneasy, Hp. Epid. 3.17. ιαʹ codd.
Spanish (DGE)
v. δυσάνιος.
-ον
difícil de contener con las riendas, indómito, fiero πῶλοι Epict.Gnom.63, Gr.Nyss.Virg.332.18, Ast.Am.Hom.10.18.1, ἵππος Poll.1.197, cf. Philostr.VA 1.13, Basil.Gent.9 (p.57), Chrys.M.49.21
•fig. irrefrenable, incontrolable ἀποφορά Amph.Or.3.118, μακρὸν καὶ δυσήνιον τὸ πέλαγος Amph.Or.8.117
•de pers. indómito, desobediente, difícil οὐκ ὀλίγην μοῖραν τῶν προσοικούντων βαρβάρων δυσπειθῆ καὶ δυσήνιον Them.Or.11.149c, παῖδες Clem.Al.Paed.1.11.96, c. dat. δ. νουθεσίαις Them.Or.34.460.
German (Pape)
[Seite 680] dasselbe, Sp.; Galen. und Hesych. von ἀνία, gleichsam δυσάνιος, sehr betrübt.
Russian (Dvoretsky)
δυσήνιος: непокорный, своенравный (γυνή Men.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσήνιος: -ον, (ἡνία) = τῷ προηγ., ἀπειθής, δυσπειθής, γυνὴ Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 259α. Β. (ἀνία) = δυσάνιος, εὐκόλως ἀνιώμενος, μικρόλυπος, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1108.
Greek Monolingual
(I)
-ια, -ιο (AM δυσήνιος, -ον)
1. (για ζώα) αυτός που δύσκολα ανέχεται χαλινάρι, ο αδάμαστος
2. απείθαρχος, ανυπότακτος.
(II)
δυσήνιος, -ον (Α)
ο δυσάνιος, αυτός που εύκολα πέφτει σε ανία.