εὔκομπος: Difference between revisions
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />au bruit sonore.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κόμπος]]. | |btext=ος, ον :<br />[[au bruit sonore]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κόμπος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:20, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, loud-sounding, εὔκομποι πληγαὶ ποδός, in dancing, E.Tr.152 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1075] stark tosend, lärmend, ποδὸς πλαγαί Eur. Tr. 152.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au bruit sonore.
Étymologie: εὖ, κόμπος.
Russian (Dvoretsky)
εὔκομπος: звонкий, громкий (ποδὸς πλαγαί Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔκομπος: -ον, ὁ ἰσχυρῶς ἠχῶν, εὔκομποι πλαγαὶ ποδός, ἐν τῇ ὀρχήσει, Εὐρ. Τρῳ. 152.
Greek Monolingual
εὔκομπος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί δυνατά, που κροτεί με θόρυβο («πλαγαῑς εὐκόμποις» — με ισχυρά, θορυβώδη χτυπήματα, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόμπος «θόρυβος με αντήχηση»].
Greek Monotonic
εὔκομπος: -ον, αυτός που ηχεί δυνατά, σε Ευρ.