θέτης: Difference between revisions
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θέτης:''' ου ὁ [[τίθημι]]<br /><b class="num">1 | |elrutext='''θέτης:''' ου ὁ [[τίθημι]]<br /><b class="num">1</b> [[кладущий]], [[налагающий]]: ὀνομάτων θ. Plat. дающий имена или названия;<br /><b class="num">2</b> юр. [[вносящий залог]], [[вкладчик]] Isae. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:15, 25 November 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, (τίθημι) A one who places, ὀνομάτων θ. name-giver, Pl. Cra.389d. II mortgagor, χωρίων Is.10.24. III adoptive father of a child, Did. ap. Harp.
German (Pape)
[Seite 1204] ὁ, der Setzende, Bestimmende, εἰ μέλλει κύριος εἶναι ὀνομάτων θέτης, Namengeber, Plat. Crat. 389 d. – Der Etwas verpfändet, Is. 10, 24; Harpocr. ὁ ὑποθήκην τεθεικώς. – Der Adoptirende, ὁ εἰσποιησάμενος θετούς τινας, B. A. 264 u. Phot.
Russian (Dvoretsky)
θέτης: ου ὁ τίθημι
1 кладущий, налагающий: ὀνομάτων θ. Plat. дающий имена или названия;
2 юр. вносящий залог, вкладчик Isae.
Greek (Liddell-Scott)
θέτης: -ου, ὁ, (τίθημι) ὁ τιθείς, θ. ὀνόματος, ὁ δίδων ὄνομα, ὀνομάζων, Πλάτ. Κρατ. 389 Ε. ΙΙ. ὁ καταθέτων παρακαταθήκην ἢ ἐγγύησιν, Ἰσαῖ. 82. 18· πρβλ. θέσις ΙΙ. ΙΙΙ. ὁ θετὸς πατὴρ παιδίου, Φώτ., Ἁρποκρ.· πρβλ. θέσις ΙΙΙ.
Greek Monolingual
θέτης, ὁ, θηλ. θέτις (ΑΜ) τίθημι
αυτός που υιοθετεί, που αναγνωρίζει ξένο παιδί ως δικό του
αρχ.
1. αυτός που ορίζει κάτι («θέτης ὀνόματος» — ο ονοματοθέτης)
2. αυτός που υποθηκεύει, που βάζει ενέχυρο.