θεσμοπόλος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thesmopolos
|Transliteration C=thesmopolos
|Beta Code=qesmopo/los
|Beta Code=qesmopo/los
|Definition=ον<b class="b3">, (πολέω)</b> = [[θεμιστοπόλος]], <span class="title">AP</span>5.292.3 (Paul. Sil.).
|Definition=θεσμοπόλον<b class="b3">, ([[πολέω]])</b> = [[θεμιστοπόλος]], ''AP''5.292.3 (Paul. Sil.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεσμοπόλος Medium diacritics: θεσμοπόλος Low diacritics: θεσμοπόλος Capitals: ΘΕΣΜΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: thesmopólos Transliteration B: thesmopolos Transliteration C: thesmopolos Beta Code: qesmopo/los

English (LSJ)

θεσμοπόλον, (πολέω) = θεμιστοπόλος, AP5.292.3 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 1203] = θεμιστοπόλος, Paul. Sil. (V, 293).

Russian (Dvoretsky)

θεσμοπόλος: ὁ Anth. = θεμιστοπόλος.

Greek (Liddell-Scott)

θεσμοπόλος: -ον, (πολέω) = θεμιστοπόλος, Ἀνθ. Π. 5. 293.

Greek Monolingual

θεσμοπόλος, ὁ (Α)
ο θεμιστοπόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + -πόλος (< πέλομαι «κινούμαι, γίνομαι, υπάρχω, προέρχομαι»), πρβλ. θεμιστοπόλος, θαλαμηπόλος.