θυνέω: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thyneo | |Transliteration C=thyneo | ||
|Beta Code=qune/w | |Beta Code=qune/w | ||
|Definition== [[θύνω]], only impf., [[dart along]], <b class="b3">δελφῖνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον</b> Hes | |Definition== [[θύνω]], only impf., [[dart along]], <b class="b3">δελφῖνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον</b> Hes ''Sc.''[210]; ἐν δ' Ἔρι | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:23, 25 August 2023
English (LSJ)
= θύνω, only impf., dart along, δελφῖνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον Hes Sc.[210]; ἐν δ' Ἔρι
German (Pape)
[Seite 1225] = θύνω, Hes. Se. 156. 209.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. θύνω.
Russian (Dvoretsky)
θῡνέω: (только impf. ἐθύνεον) Hes. = θύνω.
Greek (Liddell-Scott)
θῡνέω: θύνω, μόνον κατὰ παρατ., ὁρμῶ, σπεύδω, ἐπὶ τοῦ δελφῖνος, δελφῖνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 210· ἐπὶ τῆς Ἔριδος καὶ τοῦ Κυδοιμοῦ, αὐτόθι 156· περὶ τῶν Μοιρῶν, 257. ἐπὶ ἀνδρῶν ἱππευόντων, αὐτόθι 286.
Greek Monolingual
θυνέω (Α) (μόν. στον παρατ. ἐθύνεον, στον Ησίοδ.) ορμώ, εφορμώ, σπεύδω (α. «δελφῑνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον», Ησίοδ.
β. «ἵππων ἐπιβάντες ἐθύνεον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του θύνω].
Greek Monotonic
θῡνέω: = θύνω, μόνο στον παρατ., ορμώ, σπεύδω, σε Ησίοδ.