λευκόθριξ: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lefkothriks | |Transliteration C=lefkothriks | ||
|Beta Code=leuko/qric | |Beta Code=leuko/qric | ||
|Definition= | |Definition=[[λευκότριχος]], ὁ, ἡ, [[white-haired]], [[white]], [[λευκότριχα]] [[κριόν]] Ar. ''Av.'' 971; [[λευκοτρίχων]] [[πλοκάμων]] E. ''Ba.'' 112 (lyr.); [[λευκότριχες]] [[ἵπποι]] Call. ''Cer.'' 121; τῶν [[λευκοτρίχων]] Arist. ''GA'' 786a24; [[λευκότριχα]] [[πρόβατα]] Str. 16.4.26. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0034.png Seite 34]] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0034.png Seite 34]] [[λευκότριχος]], weißhaarig; πλόκαμοι Eur. Bacch. 112; [[κριός]], weißwollig, Ar. Av. 971, wie πρόβατα Strab. XVI, 784; auch [[ἵππος]], Callim. Cer. 120. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λευκόθριξ:''' | |elrutext='''λευκόθριξ:''' [[λευκότριχος]] adj. [[белорунный]], [[белый]] (πλόκαμοι Eur.; [[κριός]] Arph.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λευκόθριξ''': | |lstext='''λευκόθριξ''': [[λευκότριχος]], ὁ, ἡ, ἢ [[λευκότριχος]], ον, ἔχων λευκὰς τρίχας, «ἀσπρομάλλης», λευκότριχα κριὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 971· λευκοτρίχων πλοκάμων Εὐρ. Βάκχ. 112· -τριχες ἵπποι Καλλ. εἰς Δημ. 112· τῶν λευκοτρίχων Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσεως 5. 6, 9· λευκότριχα πρόβατα Στράβ. 784. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λευκόθριξ:''' | |lsmtext='''λευκόθριξ:''' [[λευκότριχος]], ὁ, ἡ ή λευκότρῐχος, -ον, αυτός που έχει λευκές [[τρίχες]], [[ασπρομάλλης]], σε Ευρ., Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=λευκόθριξ, [[λευκότριχος]], ὁ, ἡ,<br />λευκότρῐχος, ον, [[white]]-haired, [[white]], Eur., Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:24, 2 November 2022
English (LSJ)
λευκότριχος, ὁ, ἡ, white-haired, white, λευκότριχα κριόν Ar. Av. 971; λευκοτρίχων πλοκάμων E. Ba. 112 (lyr.); λευκότριχες ἵπποι Call. Cer. 121; τῶν λευκοτρίχων Arist. GA 786a24; λευκότριχα πρόβατα Str. 16.4.26.
German (Pape)
[Seite 34] λευκότριχος, weißhaarig; πλόκαμοι Eur. Bacch. 112; κριός, weißwollig, Ar. Av. 971, wie πρόβατα Strab. XVI, 784; auch ἵππος, Callim. Cer. 120.
French (Bailly abrégé)
ότριχος (ὁ, ἡ)
1 à cheveux blancs;
2 p. anal. à crinière blanche ; à toison blanche.
Étymologie: λευκός, θρίξ.
Russian (Dvoretsky)
λευκόθριξ: λευκότριχος adj. белорунный, белый (πλόκαμοι Eur.; κριός Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
λευκόθριξ: λευκότριχος, ὁ, ἡ, ἢ λευκότριχος, ον, ἔχων λευκὰς τρίχας, «ἀσπρομάλλης», λευκότριχα κριὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 971· λευκοτρίχων πλοκάμων Εὐρ. Βάκχ. 112· -τριχες ἵπποι Καλλ. εἰς Δημ. 112· τῶν λευκοτρίχων Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσεως 5. 6, 9· λευκότριχα πρόβατα Στράβ. 784.
Greek Monolingual
ο, η (AM λευκόθριξ, -τριχος)
βλ. λευκότριχος.
Greek Monotonic
λευκόθριξ: λευκότριχος, ὁ, ἡ ή λευκότρῐχος, -ον, αυτός που έχει λευκές τρίχες, ασπρομάλλης, σε Ευρ., Αριστοφ.
Middle Liddell
λευκόθριξ, λευκότριχος, ὁ, ἡ,
λευκότρῐχος, ον, white-haired, white, Eur., Ar.