μειρακιεύομαι: Difference between revisions
Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=se conduire en jeune homme, être pétulant.<br />'''Étymologie:''' [[μεῖραξ]]. | |btext=[[se conduire en jeune homme]], [[être pétulant]].<br />'''Étymologie:''' [[μεῖραξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:26, 8 January 2023
English (LSJ)
lit. A play the boy: hence, to be bashful, coquettish, Plu.Ant.10, Luc.DMort.27.9, etc. II attain puberty, ἐς ἡλικίαν μ. Arr.An.4.13.1.
German (Pape)
[Seite 116] sich wie ein Knabe, muthwillig, kindisch betragen; Ath. XIII, 585 d; Strat. 77 (XII, 238); Plut. Ant. 10; Luc. D. Mort. 27, 9 u. a. Sp.; auch v.l. μειρακεύομαι.
French (Bailly abrégé)
se conduire en jeune homme, être pétulant.
Étymologie: μεῖραξ.
Russian (Dvoretsky)
μειρᾰκιεύομαι: ребячиться, резвиться Plut., Luc., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μειρᾰκιεύομαι: φέρομαι ὡς μειράκιον, «παιδιαρίζω», ἀποθετ., Λατ. adolescenturire, Πλουτ. Ἀντών. 10, Λουκ. Νεκρ. Διάλογ. 27. 9. κτλ.
Greek Monolingual
μειρακιεύομαι και μειρακεύομαι (Α) μειράκιον
1. συμπεριφέρομαι σαν παιδί, είμαι ντροπαλός ή ναζιάρης, παιδιαρίζω («οὐ μὴν ἀλλὰ κἀκείνην ἐπειρᾱτο προοπαίζων καὶ μειρακιευόμενος ἱλαρωτέραν ποιεῖν ὁ Ἀντώνιος», Πλούτ.)
2. γίνομαι έφηβος, μεταβαίνω στην εφηβική ηλικία.
Greek Monotonic
μειρᾰκιεύομαι: αποθ., παριστάνω τον νεαρό, σε Πλούτ., Λουκ.
Middle Liddell
Dep. to play the boy, Plut., Luc.