μελανοσυρμαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg

Menander, Monostichoi, 62
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melanosyrmaios
|Transliteration C=melanosyrmaios
|Beta Code=melanosurmai=os
|Beta Code=melanosurmai=os
|Definition=ον, [[epithet]] of Egyptians in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>857</span>, with a double meaning, [[with black trains to their robes]] (σύρματα), and [[fond of purges]] (συρμαῖαι).
|Definition=μελανοσυρμαῖον, [[epithet]] of Egyptians in Ar.''Th.''857, with a double meaning, [[with black trains to their robes]] ([[σύρματα]]), and [[fond of purges]] ([[συρμαῖαι]]).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνοσυρμαῖος Medium diacritics: μελανοσυρμαῖος Low diacritics: μελανοσυρμαίος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΣΥΡΜΑΙΟΣ
Transliteration A: melanosyrmaîos Transliteration B: melanosyrmaios Transliteration C: melanosyrmaios Beta Code: melanosurmai=os

English (LSJ)

μελανοσυρμαῖον, epithet of Egyptians in Ar.Th.857, with a double meaning, with black trains to their robes (σύρματα), and fond of purges (συρμαῖαι).

German (Pape)

[Seite 120] bei Ar. Thesm. 957, einen Vers des Euripides parodirend, komisches Beiwort der Aegyptier, mit absichtlichem Doppelsinne, auf σύρμα anspielend, im schwarzen Schleppkleide, u. auf συρμαία, das schwarze Purgirmittel brauchend, nach Riemer »schwarzrockig u. schwarzdreckig«.

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνοσυρμαῖος: συρμαία и σύρμα ирон. поящий черными зельями из-под черной полы (λεώς, т. е. Αἰγύπτιοι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνοσυρμαῖος: -ον, κωμικ. ἐπίθ. τῶν Αἰγυπτίων, Ἀριστοφ. Θεσμ. 857, μετὰ διπλῆς σημασίας = ὁ ἔχων μελαίνας συρομένας ἐσθῆτας (σύρματα), καὶ ὁ λαμβάνων συχνὰ καθάρσια ἐκ μαύρης τινὸς ῥαφανῖδος (συρμαίας), πρβλ. Ἡρόδ. 2. 77, καὶ ἴδε ἐν λέξ. μελανόζυξ.

Greek Monolingual

μελανοσυρμαῖος -ον (Α)
(κωμικό επίθετο του Αριστοφ. για τους Αιγυπτίους) (με διπλή σημασία) αυτός που φορά μαύρη εσθήτα η οποία σέρνεται στο έδαφος και αυτός που πίνει συχνά συρμαία, δηλ. καθάρσιο από ένα είδος μαύρου ραπανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + συρμαία (< συρμός)].