μετόπιν: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετόπιν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[μετόπισθεν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> θ. <i>οπι</i>- ([[πρβλ]]. <i>ὄπι</i>-<i>σθεν</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ν</i> (κατάλ. αιτ. ή επιρρμ.) [[πρβλ]]. <i>κατ</i>-<i>όπιν</i>].
|mltxt=[[μετόπιν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[μετόπισθεν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> θ. <i>οπι</i>- ([[πρβλ]]. <i>ὄπι</i>-<i>σθεν</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ν</i> (κατάλ. αιτ. ή επιρρμ.) [[πρβλ]]. [[κατόπιν]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 06:51, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετόπῐν Medium diacritics: μετόπιν Low diacritics: μετόπιν Capitals: ΜΕΤΟΠΙΝ
Transliteration A: metópin Transliteration B: metopin Transliteration C: metopin Beta Code: meto/pin

English (LSJ)

Adv., = μετόπισθε, S.Ph.1189 (lyr.), A.R.4.1764.

German (Pape)

[Seite 161] = μετόπισθε; ἐν βίῳ τῷ μετόπιν, Soph. Phil. 1174; Ap. Rh. 4, 1764.

French (Bailly abrégé)

adv. ;
c. μετόπισθε.

Russian (Dvoretsky)

μετόπῐν: adv. Soph. = μετόπισθε I.

Greek (Liddell-Scott)

μετόπῐν: ἐπίρρ. = μετόπισθε, Σοφ. Φιλ. 1189, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1764. πρβλ. κατόπιν, ὄπις.

Greek Monolingual

μετόπιν (Α)
επίρρ. μετόπισθεν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + θ. οπι- (πρβλ. ὄπι-σθεν) + -ν (κατάλ. αιτ. ή επιρρμ.) πρβλ. κατόπιν].

Greek Monotonic

μετόπῐν: επίρρ., = μετόπισθε, σε Σοφ.

Middle Liddell

= μετόπισθε, Soph.]