μονομάχιον: Difference between revisions
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monomachion | |Transliteration C=monomachion | ||
|Beta Code=monoma/xion | |Beta Code=monoma/xion | ||
|Definition=τό, = [[μονομαχία]], | |Definition=τό, = [[μονομαχία]], Luc. ''DMeretr.''13.5, App.''Hisp.''53, etc.: in codd. sometimes written [[μονομαχεῖον]], as Ath.5.191a (cod. A). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, = μονομαχία, Luc. DMeretr.13.5, App.Hisp.53, etc.: in codd. sometimes written μονομαχεῖον, as Ath.5.191a (cod. A).
German (Pape)
[Seite 204] τό, bei Her. 6, 92 v.l. für μονομαχία, u. Sp., wie Luc. Mer. Dial. 13. – Auch = μονομαχοτροφεῖον, vgl. Lob. Phryn. 518.
Russian (Dvoretsky)
μονομάχιον: v.l. μονομᾰχεῖον (ᾰ) τό Luc. = μονομαχία.
Greek (Liddell-Scott)
μονομάχιον: [ᾰ], τό, = μονομαχία, διάφ. γραφ. ἐν Ἡροδ. 6. 92· ἀκολούθως ἐν Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 13. 5, Ἀππ. Ἰβηρ. 53, κτλ.· ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε φέρεται μονομαχεῖον, ὡς ἐν Ἀθήν. 191Α. 2) σχολεῖον μονομάχων, δηλ. σχολὴ πρὸς ἐκμάθησιν τῆς μονομαχίας, Μαλαλ. 217, 2, 263, 15.
Greek Monolingual
μονομάχιον, τὸ (ΑΜ)
βλ. μονομαχείον.