μυριετής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυριετής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί [[πάρα]] [[πολλά]] [[χρόνια]], [[πολυετής]], [[πολυχρόνιος]] («βεβασανισμένα χρόνῳ μυριετεῑ τε καὶ ἀπείρῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) αυτός που ζει [[πολλά]] [[χρόνια]], [[μακρόβιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ετής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>χιλι</i>-<i>ετής</i>].
|mltxt=[[μυριετής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί [[πάρα]] [[πολλά]] [[χρόνια]], [[πολυετής]], [[πολυχρόνιος]] («βεβασανισμένα χρόνῳ μυριετεῖ τε καὶ ἀπείρῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) αυτός που ζει [[πολλά]] [[χρόνια]], [[μακρόβιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ετής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>χιλι</i>-<i>ετής</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:40, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐετής Medium diacritics: μυριετής Low diacritics: μυριετής Capitals: ΜΥΡΙΕΤΗΣ
Transliteration A: myrietḗs Transliteration B: myrietēs Transliteration C: myrietis Beta Code: murieth/s

English (LSJ)

ές, of 10,000 years: of countless years, χρόνος A.Pr.94 (anap.), Pl.Epin.987a; βίος Arist.GA745a33; of a man, AP9.242 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 219] ές, von unendlich vielen Jahren, unendlich lang; χρόνος, Aesch. Prom. 94; Antiphil. 41 (IX, 242); Diosc. 6 (XII, 171); auch Plat. Epin. 987 e.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'un nombre infini d'années.
Étymologie: μυρίοι, ἔτος.

Russian (Dvoretsky)

μῡριετής: длящийся десять тысяч лет, т. е. бесконечно долгий (χρόνος Aesch.; βίος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μῡριετής: -ές, ὁ μυρίων ἐτῶν, μακρότατος, χρόνος Αἰσχύλ. Πρ. 94, Πλάτ. Ἐπιν. 987Α· βίος Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 2. 6, 52. ἐπὶ ἀνδρός, μακρόβιος, Ἀνθ. Π. 9. 242.

Greek Monolingual

μυριετής, -ές (Α)
1. αυτός που διαρκεί πάρα πολλά χρόνια, πολυετής, πολυχρόνιος («βεβασανισμένα χρόνῳ μυριετεῖ τε καὶ ἀπείρῳ», Πλάτ.)
2. (για πρόσωπα) αυτός που ζει πολλά χρόνια, μακρόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -ετής (< ἔτος), πρβλ. χιλι-ετής].

Greek Monotonic

μῡριετής: -ές (ἔτος), αυτός που είναι 10.000 ετών, που είναι αναρίθμητων ετών, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μῡρι-ετής, ές ἔτος
of 10, 000 years: of countless years, Aesch.