μυροβάλανος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges

Menander, Monostichoi, 194
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />myrobolan, sorte de parfum.<br />'''Étymologie:''' [[μύρον]], [[βάλανος]].
|btext=ου (ἡ) :<br />[[myrobolan]], [[sorte de parfum]].<br />'''Étymologie:''' [[μύρον]], [[βάλανος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:20, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠροβᾰλανος Medium diacritics: μυροβάλανος Low diacritics: μυροβάλανος Capitals: ΜΥΡΟΒΑΛΑΝΟΣ
Transliteration A: myrobálanos Transliteration B: myrobalanos Transliteration C: myrovalanos Beta Code: muroba/lanos

English (LSJ)

ἡ, = βάλανος μυρεψική, Dsc.1.109, J.BJ4.8.3, Cels.6.2, Aret.CA2.6, Philum. ap. Orib.45.29.59, Ostr. 297 (ii A. D.), PLond.1.119.80, etc.

German (Pape)

[Seite 221] ἡ, die auch βάλανος μυρεψική heißt, glans unguentaria, vielleicht die Behennuß, aus der ein zu wohlriechenden Salben gebrauchtes Oel, βαλάνινον ἔλαιον, gepreßt wurde, Arist. plant. 2, 10 u. sp. Medic.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
myrobolan, sorte de parfum.
Étymologie: μύρον, βάλανος.

Russian (Dvoretsky)

μῠροβάλᾰνος: (βᾰ) ἡ миробалан (предполож. плод бегена - Moringa oleifera, - масло которого употреблялось для приготовления благовонных мазей) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μῠροβάλᾰνος: ἡ, Λατ. glans unguentaria, ἀρωματικόν τι κάρυον, ἐξ οὗ τὸ βαλάνινον ἔλαιον, ὃ μετεχειρίζοντο οἱ μυρεψοί, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 7, Διοσκ. 2. 148· πρβλ. μυρεψικός. II. μυροβάλανοι ἐν τῇ νεωτέρᾳ Ἑλληνικῇ οἱ καρποὶ τοῦ φυτοῦ Phyllanthus emblica.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μυροβάλανος)
είδος αρωματικού καρυδιού από το οποίο εξάγονται το βαλάνινο έλαιο και το οποίο, γενικά, χρησιμοποιούσαν οι μυρεψοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + βάλανος «βελανίδι»].