νάρδινος: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[νάρδινος]], -ίνη, -ον) [[νάρδος]]<br /><b>1.</b> [[ναρδικός]], από [[νάρδο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «νάρδινο [[μύρο]]» — [[ελαιώδης]] αρωματική [[ουσία]] που προέρχεται από τη [[νάρδο]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[νάρδινος]], -ίνη, -ον) [[νάρδος]]<br /><b>1.</b> [[ναρδικός]], από [[νάρδο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «νάρδινο [[μύρο]]» — [[ελαιώδης]] αρωματική [[ουσία]] που προέρχεται από τη [[νάρδο]]. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-ον [[de nardo]] ref. a aceite λαβὼν λύχνον ἀμίλτωτον σκεύασον διὰ βυσσίνου ῥάκους καὶ ῥοδίνου ἐλαίου ἢ ναρδίνου <b class="b3">toma una lámpara que no esté pintada de rojo y prepárala con un trozo de lino, aceite de rosas o de nardos</b> P I 278 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 15 October 2022
English (LSJ)
η, ον, of nard, ν. μύρον oil of spikenard, Men.274, Plb.30.26.2; ἔλαιον ν. Edict.Diocl.Troez.27, al.; τὰ ν. Antiph.35.
German (Pape)
[Seite 229] von der Narde, bes. ἔλαιον, Nardenöl, μύρον, Pol. 31, 4, 2 Ath. X, 439 b Theophr.
Russian (Dvoretsky)
νάρδῐνος: приготовленный из нарда (μύρον Men., Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
νάρδινος: -η, -ον, ὁ ἐκ νάρδου, ν. μύρον, ἔλαιον ἐκ νάρδου, Μένανδρ. ἐν «Κεκρυφάλῳ» 3, Πολύβ. 31. 4, 2· οὕτω, τὰ νάρδινα Ἀντιφάν. ἐν «Ἀντείᾳ» 2.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο (Α νάρδινος, -ίνη, -ον) νάρδος
1. ναρδικός, από νάρδο
2. φρ. «νάρδινο μύρο» — ελαιώδης αρωματική ουσία που προέρχεται από τη νάρδο.
Léxico de magia
-ον de nardo ref. a aceite λαβὼν λύχνον ἀμίλτωτον σκεύασον διὰ βυσσίνου ῥάκους καὶ ῥοδίνου ἐλαίου ἢ ναρδίνου toma una lámpara que no esté pintada de rojo y prepárala con un trozo de lino, aceite de rosas o de nardos P I 278