νεκροσυλία: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />action de dépouiller les morts.<br />'''Étymologie:''' [[νεκρός]], [[συλάω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />[[action de dépouiller les morts]].<br />'''Étymologie:''' [[νεκρός]], [[συλάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:05, 8 January 2023
English (LSJ)
ἡ, robbery of the dead, Pl.R.469e.
German (Pape)
[Seite 238] ἡ, die Plünderung der Todten, Plat. Rep. V, 469 e.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de dépouiller les morts.
Étymologie: νεκρός, συλάω.
Russian (Dvoretsky)
νεκροσῡλία: ἡ ограбление покойников Plat.
Greek (Liddell-Scott)
νεκροσῡλία: ἡ, ἡ σύλησις τῶν νεκρῶν, Πλάτ. Πολ. 469Ε.
Greek Monolingual
η (Α νεκροσυλία)
σύληση του νεκρού, λαθραία αφαίρεση τών αντικειμένων που έχουν ταφεί μαζί με τον νεκρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -συλία (< -συλος < συλῶ «αρπάζω, λεηλατώ»), πρβλ. θεο-συλία, ιερο-συλία].
Greek Monotonic
νεκροσῡλία: ἡ, σύληση νεκρών, ληστεία τάφων, σε Πλάτ.