μηλοτρόφος: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=milotrofos | |Transliteration C=milotrofos | ||
|Beta Code=mhlotro/fos | |Beta Code=mhlotro/fos | ||
|Definition= | |Definition=μηλοτρόφον, [[sheep-feeding]], Ἀσίη Archil.26; Ἀσίς A.''Pers.''763; Ἀρκαδία B.10.95; [[Λιβύη]] Orac. ap. Hdt.4.155. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:19, 25 August 2023
English (LSJ)
μηλοτρόφον, sheep-feeding, Ἀσίη Archil.26; Ἀσίς A.Pers.763; Ἀρκαδία B.10.95; Λιβύη Orac. ap. Hdt.4.155.
German (Pape)
[Seite 173] Schaafe nährend; Ἀσία, Archil. frg. 89; Aesch. Pers. 749; sp. D., wie Nonn.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui nourrit des brebis ou des troupeaux.
Étymologie: μῆλον¹, τρέφω.
Russian (Dvoretsky)
μηλοτρόφος: питающий овец (Λιβύη Her.; Ἀσίς Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
μηλοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων πρόβατα, Ἀσίη Ἀρχίλ. 22· Λιβύη χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 4. 155· Ἀσὶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 763· κατ’ Ἀρκαδίαν μηλοτρόφον Βακχυλ. Χ, 95, Blass· ποιμὴν Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ι΄, 2.
Greek Monolingual
μηλοτρόφος, -ον (Α)
αυτός που εκτρέφει πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + -τρόφος (< τρέφω)].
Greek Monotonic
μηλοτρόφος: -ον, αυτός που εκτρέφει πρόβατα, Χρησμ. παρ' Ηροδ., Αισχύλ.