νυκτοθήρας: Difference between revisions
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νυκτοθήρας:''' -ου, ὁ ([[θηράω]]), αυτός που τη [[νύχτα]] επιδίδεται στο [[κυνήγι]], σε Ξεν. | |lsmtext='''νυκτοθήρας:''' -ου, ὁ ([[θηράω]]), αυτός που τη [[νύχτα]] επιδίδεται στο [[κυνήγι]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>[[Nachtjäger]]</i>, Xen. <i>Mem</i>. 4.7.4. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:56, 24 November 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, one who hunts by night, X.Mem. 4.7.4.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chasseur de nuit.
Étymologie: νύξ, θηράω.
Russian (Dvoretsky)
νυκτοθήρας: ου ὁ ночной охотник Xen.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτοθήρας: -ου, ὁ διὰ νυκτὸς θηρεύων, Ξεν. Ἀπομν. 4. 7 .4.
Greek Monolingual
ο (Α νυκτοθήρας)
κυνηγός που κυνηγά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -θήρας (< θήρα), πρβλ. χρυσο-θήρας].
Greek Monotonic
νυκτοθήρας: -ου, ὁ (θηράω), αυτός που τη νύχτα επιδίδεται στο κυνήγι, σε Ξεν.
German (Pape)
ὁ, Nachtjäger, Xen. Mem. 4.7.4.