νοσφισμός: Difference between revisions
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[νοσφισμός]]) [[νοσφίζομαι]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[νοσφίζομαι]], [[ιδιοποίηση]], [[σφετερισμός]], [[κλοπή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αποχωρισμός]]. | |mltxt=ο (Α [[νοσφισμός]]) [[νοσφίζομαι]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[νοσφίζομαι]], [[ιδιοποίηση]], [[σφετερισμός]], [[κλοπή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αποχωρισμός]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>[[Entwendung]], [[Unterschlagung]]</i>; Pol. 32.21.8; Plut. <i>X oratt. Lyc</i>. a.E. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:51, 24 November 2022
English (LSJ)
ὁ, A absence, ἤλγει τὸν ν. τῆς ὠμότητος J.BJ5.10.4. II appropriating, stealing, Plb.32.5.8; peculation, Ph.2.336, Plu.2.843f: pl., Vett.Val.40.29.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
usurpation, vol ; particul. concussion, péculat.
Étymologie: νοσφίζω.
Russian (Dvoretsky)
νοσφισμός: ὁ (по)хищение или растрата Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
νοσφισμός: ὁ, τὸ ἀποχωρίζειν ἀποχωρισμός, Μοσχόπ. π. σχεδ. σ. 92. 2) ἰδιοποίησις, κλοπή, Πολύβ. 32. 21, 8· σφετερισμός, Πλούτ. 2. 843F.
Greek Monolingual
ο (Α νοσφισμός) νοσφίζομαι
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νοσφίζομαι, ιδιοποίηση, σφετερισμός, κλοπή
αρχ.
αποχωρισμός.
German (Pape)
ὁ, Entwendung, Unterschlagung; Pol. 32.21.8; Plut. X oratt. Lyc. a.E.