παυσικάπη: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παυσῐκάπη:''' (κᾰ) ἡ колодка (надевавшаяся на рабов, моловших зерно или месивших тесто, чтобы помешать им есть хозяйский хлеб) Arph. | |elrutext='''παυσῐκάπη:''' (κᾰ) ἡ [[колодка]] (надевавшаяся на рабов, моловших зерно или месивших тесто, чтобы помешать им есть хозяйский хлеб) Arph. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:48, 11 May 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, (κάπτω) projecting collar worn by slaves while grinding corn or kneading bread, to prevent them from eating any of the ἄλφιτα, Ar.Fr.302, cf. Ael. Dion.Fr.276; also by animals, Suid.
German (Pape)
[Seite 538] ἡ, eine radförmige Vorrichtung, eine Art von weit abstehendem, spanischem Kragen, dergleichen den Sklaven in der Mühle beim Mahlen oder beim Kneten des Brotteiges um den Hals gelegt wurde, so daß sie mit den Händen nicht an den Mund reichen konnten, wodurch sie also gehindert waren, während der Arbeit von den ἄλφιτα zu nehmen und zu essen, Poll. 7, 20. 10, 112 u. a. VLL.; vgl. Schol. Ar. Pax 14.
Russian (Dvoretsky)
παυσῐκάπη: (κᾰ) ἡ колодка (надевавшаяся на рабов, моловших зерно или месивших тесто, чтобы помешать им есть хозяйский хлеб) Arph.
Greek (Liddell-Scott)
παυσικάπη: [ᾰ], ἡ, (κάπτω) στρογγύλος τις καὶ προέχων κλοιός, ὃν ἐφόρουν οἱ δοῦλοι ἢ δοῦλαι ὅτε ἤλεθον τὸν σῖτον ἢ ἐζύμωνον ἄρτον ὅπως κωλύωνται νὰ τρώγωσιν ἐκ τῶν ἀλφίτων, Ἀριστοφ. Ἀπόσπ. 287, πρβλ. Ἑρμηνευτ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ.· τοιοῦτον φίμωτρον ἐπέθετον καὶ εἰς τὰ ζῷα (πρβλ. καρδοπεῖον), Σουΐδ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. στρογγυλός κλοιός σαν φίμωτρο, που εξείχε πάνω από το κεφάλι, τον οποίο φορούσαν στους δούλους για να εμποδίζονται να τρώνε αλεύρι ή ζυμάρι κατά το άλεσμα του σιταριού ή κατά το ζύμωμα
2. όμοιο φίμωτρο τών ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + κάπη «σκάφη όπου τρώνε τα ζώα, φάτνη» (< κόπτω «καταπίνω, καταβροχθίζω»)].