πενταδάκτυλος: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πενταδάκτυλος -ον [πεντα-, δάκτυλος] vijf vingers breed. | |elnltext=πενταδάκτυλος -ον [πεντα-, δάκτυλος] [[vijf vingers breed]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:49, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, A with five fingers or with five toes, Arist.HA498a34, PA688a4. 2 five fingers broad, Hp.Art.7. 3 = πενταδακτυλιαῖος (five-pointed, five-rayed) ΙΙ κοχλίαι Xenocr. ap. Orib.2.58.85. II as substantive, = πεντέφυλλον (cinquefoil, Potentilla reptans, Potentilla argentea), Dsc.4.42.
German (Pape)
[Seite 555] fünffingerig, Arist. H. A. 2, 1, öfter, u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
πεντᾰδάκτῠλος: пятипалый (πόδες Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πεντᾰδάκτῠλος: ον. ὁ ἔχων πέντε δακτύλους, Ἀριστ. π τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 5, π. Ζ. Μορ. 4. 10, 30. 2) ὁ ἔχων εὖρος πέντε δακτύλων, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 783, ἐν τῷ τύπῳ πεντεδ-: ὡσαύτως πενταδακτυλιαῖος, Ὀρειβάσ. σ. 154 Mai. II. ὡς οὐσιαστ. = πεντάφυλλον, Διοσκ. (ἐν τοῖς νόθοις) 4. 42.
Greek Monolingual
και πενταδάχτυλος, -η, -ο / πενταδάκτυλος και πεντεδάκτυλος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει πέντε δάκτυλα
2. αυτός που έχει πλάτος πέντε δακτύλων
νεοελλ.
1. (για άνθη και φύλλα) αυτός που αποτελείται από πέντε πέταλα ή από πέντε διακλαδώσεις
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Πενταδάκτυλος
η κορυφή τών βουνών της Κερύνειας της Κύπρου
3. (το ουδ. ως κύριο όν.) το Πενταδάκτυλο
άλλη ονομασία του όρους Ταΰγετος
αρχ.
1. αυτός που έχει πέντε προεξοχές, πέντε ακτίνες
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πενταδάκτυλον
άλλη ονομασία του φυτού πεντάφυλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- / πέντε- + δάκτυλος (πρβλ. οκτω-δάκτυλος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πενταδάκτυλος -ον [πεντα-, δάκτυλος] vijf vingers breed.