πολυχρώματος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολυχρώματος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[πολλά]] χρώματα, [[πολύχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρώματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώμα]], -<i>ατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>λευκο</i>-<i>χρώματος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολυχρώματος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[πολλά]] χρώματα, [[πολύχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρώματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώμα]], -<i>ατος</i>), [[πρβλ]]. [[λευκοχρώματος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:16, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυχρώμᾰτος Medium diacritics: πολυχρώματος Low diacritics: πολυχρώματος Capitals: ΠΟΛΥΧΡΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: polychrṓmatos Transliteration B: polychrōmatos Transliteration C: polychromatos Beta Code: poluxrw/matos

English (LSJ)

ον, = πολύχροος (many-coloured, many-colored, variegated), Pl. ap. Poll.4.48, Str. 15.1.22, Ph.1.383.

German (Pape)

[Seite 677] = πολύχροος, Strab. XV.

Russian (Dvoretsky)

πολυχρώμᾰτος: Plat. = πολύχροος.

Greek (Liddell-Scott)

πολυχρώμᾰτος: -ον, = πολύχροος, Πλάτων παρὰ Πολυδ. Δ΄, 48, Στράβ. 694.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυχρώματος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πολλά χρώματα, πολύχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρώματος (< χρώμα, -ατος), πρβλ. λευκοχρώματος].

Greek Monotonic

πολυχρώμᾰτος: -ον, = πολύχροος, σε Στράβ.

Middle Liddell

πολυχρώμᾰτος, ον, = πολύχροος, Strab.]