συναγελαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synagelastikos
|Transliteration C=synagelastikos
|Beta Code=sunagelastiko/s
|Beta Code=sunagelastiko/s
|Definition=ή, όν, [[gregarious]], of fish, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>321</span>, cf. Xenocr. ap. <span class="bibl">Orib.2.58.13</span>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>3.11</span>; of men, Hierocl.<span class="bibl">p.52A.</span>: <b class="b3">τὸ -κόν</b> [[gregariousness]], <span class="bibl">Artem.2.20</span>.
|Definition=συναγελαστική, συναγελαστικόν, [[gregarious]], of fish, Arist.''Fr.''321, cf. Xenocr. ap. Orib.2.58.13, Porph.''Abst.''3.11; of men, Hierocl.p.52A.: [[τὸ συναγελαστικόν]] = [[gregariousness]], Artem.2.20.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰγελαστικός Medium diacritics: συναγελαστικός Low diacritics: συναγελαστικός Capitals: ΣΥΝΑΓΕΛΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synagelastikós Transliteration B: synagelastikos Transliteration C: synagelastikos Beta Code: sunagelastiko/s

English (LSJ)

συναγελαστική, συναγελαστικόν, gregarious, of fish, Arist.Fr.321, cf. Xenocr. ap. Orib.2.58.13, Porph.Abst.3.11; of men, Hierocl.p.52A.: τὸ συναγελαστικόν = gregariousness, Artem.2.20.

German (Pape)

[Seite 995] in Heerden zusammenlebend, von Menschen, Hierocl. bei Stob. Flor. 67, 22; von Vögeln, Schol. Il. 2, 463.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui se rassemble d'ordinaire en troupeau ou en troupe.
Étymologie: συναγελάζω.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰγελαστικός: живущий стаями, стадный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰγελαστικός: -ή, -όν, ὁ κατ’ ἀγέλας ζῶν, ἐπὶ ἰχθύων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 302, πρβλ. Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 3. 11· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 414. 40· τὸ συναγελαστικόν, τὸ κατ’ ἀγέλας ζῆν, Ἀρτεμίδ. 2. 20.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συναγελάζομαι
1. (για ζώα) αυτός που ζει σε αγέλες («συναγελαστικὸν γὰρ καὶ οἱ λύκοι ζῷον», Ευστ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που ζει μαζί με άλλους, κοινωνικός («φύσει συναγελαστικὸν ζῷον γέγονεν ὁ ἄνθρωπος», Νεμέσ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ συναγελαστικόν
η συμβίωση σε αγέλες ή η ζωή μέσα σε κοινωνία.