συνεραστής: Difference between revisions
From LSJ
διὰ τί αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ νοσώδεις → why are great excesses disease-producing
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=συν-εραστής, οῦ, ὁ,<br />a [[joint]] [[lover]], Xen. | |mdlsjtxt=συν-εραστής, οῦ, ὁ,<br />a [[joint]] [[lover]], Xen. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>der [[Mitliebhaber]], [[Nebenbuhler]]</i>, Xen. <i>Symp</i>. 8.43. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:58, 24 November 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, joint lover, Timocl.8.6; σ. τινῶν τῇ πόλει loving them jointly with . ., X.Smp.8.41, cf. Plot.5.8.10.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 rival en amour;
2 épris aussi de.
Étymologie: συνεράω¹.
Russian (Dvoretsky)
συνεραστής: οῦ ὁ также любящий, соперник в любви Xen.
Greek (Liddell-Scott)
συνεραστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἐραστής, Τιμολ. ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 6. σ. τινός τινι, ὁ ἐρῶν τινος ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλου, Ξεν. Συμπ. 8. 41.
Greek Monolingual
ὁ, Α ἐραστής
αυτός που αγαπά το ίδιο πράγμα με κάποιον άλλο («τῆς ἀληθείας συνεραστά», Γρηγ. Ναζ.).
Greek Monotonic
συνεραστής: -οῦ, ὁ, από κοινού εραστής, αυτός που αγαπά από κοινού με κάποιον άλλο, σε Ξεν.
Middle Liddell
συν-εραστής, οῦ, ὁ,
a joint lover, Xen.
German (Pape)
ὁ, der Mitliebhaber, Nebenbuhler, Xen. Symp. 8.43.