ταναίμυκος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />aux mugissements prolongés.<br />'''Étymologie:''' [[ταναός]], [[μυκάομαι]]. | |btext=ος, ον :<br />[[aux mugissements prolongés]].<br />'''Étymologie:''' [[ταναός]], [[μυκάομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 15:20, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, far-bellowing, βοῦς AP6.116 (Samus).
German (Pape)
[Seite 1066] weithin od. sehr brüllend, Sam. 2 (VI, 116).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux mugissements prolongés.
Étymologie: ταναός, μυκάομαι.
Russian (Dvoretsky)
τᾰναίμῡκος: протяжно или громко мычащий (βοῦς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰναίμῡκος: -ον, ὁ, ἰσχυρῶς, μυκώμενος, ταναιμύκου βοὸς Ἀνθ. Π. 6. 116, πρβλ. ἐρίμυκος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για βοοειδή) αυτός που μουγκρίζει δυνατά («δέρμα ταναιμύκου... βοός», Ανθ. Παλ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. ταναί-μυκος < ταναός «υψηλός» κατά τα συνθ. σε ταλαι-, παλαι- (πρβλ. ταλαί-πωρος) + -μυκος (< μυκῶμαι «μουγγρίζω»), πρβλ. μεγά-μυκος].
Greek Monotonic
τᾰναίμῡκος: -ον, αυτός που μουγκρίζει δυνατά, σε Ανθ.
Middle Liddell
τᾰναί-μῡκος, ον,
far-bellowing, Anth.