ταχυήρης: Difference between revisions
From LSJ
γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ύηρες, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που κωπηλατείται [[γρήγορα]] («ξὺν ὄχῳ ταχυήρει πέμψατε [[πόντονδε]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ταχύς]], [[ορμητικός]] («αἵ δ' ὑπὸ μαρμαρυγῆς ταχυήρεος... φυζαλέαι θρώσκουσι», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (ΙΙ) ( | |mltxt=-ύηρες, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που κωπηλατείται [[γρήγορα]] («ξὺν ὄχῳ ταχυήρει πέμψατε [[πόντονδε]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ταχύς]], [[ορμητικός]] («αἵ δ' ὑπὸ μαρμαρυγῆς ταχυήρεος... φυζαλέαι θρώσκουσι», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (ΙΙ) ([[πρβλ]]. [[τριήρης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 8 May 2023
English (LSJ)
ες, fast-rowing, rapid, A.Supp.32 (anap.), Opp.H.4.569.
German (Pape)
[Seite 1076] ες, schnell oder leicht rudernd, ὸχος, Aesch. Suppl. 32.
Russian (Dvoretsky)
τᾰχῠήρης: быстро гребущий, т. е. быстроходный (ὄχος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχυήρης: -ες, ὁ ταχέως κωπηλατούμενος, ταχύς, ὁρμητικός, Αἰσχύλ. Ἱκ. 33, Ὀππ. Ἁλ. 4. 569.
Greek Monolingual
-ύηρες, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που κωπηλατείται γρήγορα («ξὺν ὄχῳ ταχυήρει πέμψατε πόντονδε», Αισχύλ.)
2. (κατ' επέκτ.) ταχύς, ορμητικός («αἵ δ' ὑπὸ μαρμαρυγῆς ταχυήρεος... φυζαλέαι θρώσκουσι», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -ήρης (ΙΙ) (πρβλ. τριήρης)].