τρεπτός: Difference between revisions
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[τρέπω]]<br />ο [[δεκτικός]] μεταβολής, ο [[μεταβλητός]] («τρεπτὴν [[εἶναι]] τὴν οὐσίαν», Σέξτ. Εμπ.). | |mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[τρέπω]]<br />ο [[δεκτικός]] μεταβολής, ο [[μεταβλητός]] («τρεπτὴν [[εἶναι]] τὴν οὐσίαν», Σέξτ. Εμπ.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=adj. verb. von [[τρέπω]], <i>[[gedreht]], [[gewendet]], [[verändert]]; zu [[drehen]], zu [[wenden]], zu [[lenken]], zu [[verändern]]</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:41, 24 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, A liable to be turned or changed, Arist.Mu.392a33, S.E.M.7.434, etc.; εἰς ἄλληλα Placit.1.17.4. 2 liable to be turned, of persons, Ph.1.648; θεοί Them.Or.7.98c.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
tournant, changeant, variable.
Étymologie: τρέπω.
Russian (Dvoretsky)
τρεπτός: [adj. verb. к τρέπω (из)меняющийся, изменчивый Arst., Plut., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
τρεπτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ., ὁ δυνάμενος νὰ τραπῇ, ἢ νὰ μεταβληθῇ, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 10· τρεπτὴν εἶναι τὴν οὐσίαν Σέξ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 434, Πλούτ., κλπ.· τρεπτὰ εἰς ἄλληλα Πλούτ. 2. 883Β.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ τρέπω
ο δεκτικός μεταβολής, ο μεταβλητός («τρεπτὴν εἶναι τὴν οὐσίαν», Σέξτ. Εμπ.).
German (Pape)
adj. verb. von τρέπω, gedreht, gewendet, verändert; zu drehen, zu wenden, zu lenken, zu verändern.